εὐστροφάλιγξ: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=eu)strofa/ligc
|Beta Code=eu)strofa/ligc
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ιγγος, ὁ, ἡ</b>, [[curly]], of hair, <span class="title">AP</span>6.219.18 (Antip.).
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ιγγος, ὁ, ἡ</b>, [[curly]], of hair, <span class="title">AP</span>6.219.18 (Antip.).
}}
{{bailly
|btext=ιγγος (ὁ, ἡ)<br />bien enroulé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στροφάλιγξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐστροφάλιγξ''': ᾰ, ὁ, ἡ, ἐπὶ [[κόμης]], ἡ καλοὺς βοστρύχους ἔχουσα, ἐδίνησεν δ’ εὐστροφάλιγγα κόμαν Ἀνθ. Π. 6. 219, 18.
|lstext='''εὐστροφάλιγξ''': ᾰ, ὁ, ἡ, ἐπὶ [[κόμης]], ἡ καλοὺς βοστρύχους ἔχουσα, ἐδίνησεν δ’ εὐστροφάλιγγα κόμαν Ἀνθ. Π. 6. 219, 18.
}}
{{bailly
|btext=ιγγος (ὁ, ἡ)<br />bien enroulé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[στροφάλιγξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐστροφάλιγξ Medium diacritics: εὐστροφάλιγξ Low diacritics: ευστροφάλιγξ Capitals: ΕΥΣΤΡΟΦΑΛΙΓΞ
Transliteration A: eustrophálinx Transliteration B: eustrophalinx Transliteration C: efstrofaligks Beta Code: eu)strofa/ligc

English (LSJ)

[ᾰ], ιγγος, ὁ, ἡ, curly, of hair, AP6.219.18 (Antip.).

French (Bailly abrégé)

ιγγος (ὁ, ἡ)
bien enroulé.
Étymologie: εὖ, στροφάλιγξ.

Greek (Liddell-Scott)

εὐστροφάλιγξ: ᾰ, ὁ, ἡ, ἐπὶ κόμης, ἡ καλοὺς βοστρύχους ἔχουσα, ἐδίνησεν δ’ εὐστροφάλιγγα κόμαν Ἀνθ. Π. 6. 219, 18.

Greek Monolingual

εὐστροφάλιγξ, -ιγγος, ὁ, ἡ (Α)
με ωραίους βοστρύχους, σγουρός («ἐδίνησεν δ' εὐστροφάλιγγα κόμην»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στροφάλιγξ «καμπυλότητα»].

Greek Monotonic

εὐστροφάλιγξ: [ᾰ], ὁ, ἡ, σγουρομάλλης, κατσαρός, λέγεται για μαλλιά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐστροφάλιγξ: ιγγος adj. красиво закрученный, вьющийся (κόμη Anth.).

Middle Liddell

curly, of hair, Anth.