γομφόω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0501.png Seite 501]] durch γόμφοι verbinden, bes. von Schiffen; [[ἴκρια]] Nonn. 40, 448; sonst nur pass., γεγόμφωται [[σκάφος]] Aesch. Suppl. 435; [[ναῦς]] γομφωθεῖσα, fertig gezimmert, Bian. 9 (XI, 248); übertr. Ar. Equ. 461 μ' οὐκ ἐλάνθανεν τεκταινόμενα τὰ πράγματ' ἀλλ' ἠπιστάμην γομφούμεν' αὐτὰ καὶ κολλώμενα. Auch = Milch gerinnen machen, Empedocl. 193. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0501.png Seite 501]] durch γόμφοι verbinden, bes. von Schiffen; [[ἴκρια]] Nonn. 40, 448; sonst nur pass., γεγόμφωται [[σκάφος]] Aesch. Suppl. 435; [[ναῦς]] γομφωθεῖσα, fertig gezimmert, Bian. 9 (XI, 248); übertr. Ar. Equ. 461 μ' οὐκ ἐλάνθανεν τεκταινόμενα τὰ πράγματ' ἀλλ' ἠπιστάμην γομφούμεν' αὐτὰ καὶ κολλώμενα. Auch = Milch gerinnen machen, Empedocl. 193. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐγόμφωσα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐγομφώθην, <i>pf.</i> γεγόμφωμαι;<br />assujettir avec des chevilles.<br />'''Étymologie:''' [[γόμφος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γομφόω''': [[συναρμόζω]], [[συνδέω]] διὰ γόμφων, ἰδίως ἐπὶ πλοίων, [[ἴκρια]] γομφώσαντες Νόνν. Δ. 40. 448·― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., γεγόμφωται [[σκάφος]], τοῦ πλοίου τὸ [[κοίλωμα]] [[εἶναι]] ἕτοιμον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 430, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 363, Ἀνθ. Π. 11. 248. ΙΙ. μεταφ., [[γάλα]] λευκὸν ἐγόμφωσεν, ὡς τὸ ἔπηξεν, τὸ συνέπηξεν, Ἐμπεδ. 193. | |lstext='''γομφόω''': [[συναρμόζω]], [[συνδέω]] διὰ γόμφων, ἰδίως ἐπὶ πλοίων, [[ἴκρια]] γομφώσαντες Νόνν. Δ. 40. 448·― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., γεγόμφωται [[σκάφος]], τοῦ πλοίου τὸ [[κοίλωμα]] [[εἶναι]] ἕτοιμον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 430, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 363, Ἀνθ. Π. 11. 248. ΙΙ. μεταφ., [[γάλα]] λευκὸν ἐγόμφωσεν, ὡς τὸ ἔπηξεν, τὸ συνέπηξεν, Ἐμπεδ. 193. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:35, 1 October 2022
English (LSJ)
A fasten with bolts or fasten with nails, especially of ships, ἴκρια γομφώσαντες Nonn.D.40.447:—mostly in Pass., γεγόμφωται σκάφος = the ship's hull is ready built, A.Supp.440, cf.Ar.Eq.463, AP11.248 (Bianor). II metaph., curdle, γάλα λευκὸν ἐγόμφωσεν Emp.33.
Spanish (DGE)
1 unir, ensamblar o armar por medio de grapas o machihembrado διάτοιχα IG 22.463.57 (IV a.C.), esp. de barcos ἴκρια γομφώσαντες Nonn.D.40.447, cf. Poll.1.84, en v. pas. γεγόμφωται σκάφος el casco del barco está rematado A.Supp.440, cf. Orph.A.259, AP 11.248 (Bianor)
•por otros medios, tb. en v. pas. ser o estar clavado γομφωθεὶς σκολόπεσσι de Cristo, Orác. en Lact.Inst.4.13.11, γεγόμφωνται δ' ἅπαντες están todos (los dientes) implantados Gal.2.754
•sent. obs. de los maricas pasivos γομφούμενοί τε καὶ διασφηνούμενοι Ps.Archil.291.5
•fig. πράγματα ... γομφούμενα planes bien armados Ar.Eq.463.
2 ligar, cuajar ὀπὸς γάλα λευκὸν ἐγόμφωσεν Emp.B 33.
German (Pape)
[Seite 501] durch γόμφοι verbinden, bes. von Schiffen; ἴκρια Nonn. 40, 448; sonst nur pass., γεγόμφωται σκάφος Aesch. Suppl. 435; ναῦς γομφωθεῖσα, fertig gezimmert, Bian. 9 (XI, 248); übertr. Ar. Equ. 461 μ' οὐκ ἐλάνθανεν τεκταινόμενα τὰ πράγματ' ἀλλ' ἠπιστάμην γομφούμεν' αὐτὰ καὶ κολλώμενα. Auch = Milch gerinnen machen, Empedocl. 193.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐγόμφωσα;
Pass. ao. ἐγομφώθην, pf. γεγόμφωμαι;
assujettir avec des chevilles.
Étymologie: γόμφος.
Greek (Liddell-Scott)
γομφόω: συναρμόζω, συνδέω διὰ γόμφων, ἰδίως ἐπὶ πλοίων, ἴκρια γομφώσαντες Νόνν. Δ. 40. 448·― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., γεγόμφωται σκάφος, τοῦ πλοίου τὸ κοίλωμα εἶναι ἕτοιμον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 430, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 363, Ἀνθ. Π. 11. 248. ΙΙ. μεταφ., γάλα λευκὸν ἐγόμφωσεν, ὡς τὸ ἔπηξεν, τὸ συνέπηξεν, Ἐμπεδ. 193.
Greek Monotonic
γομφόω: μέλ. -ώσω, συνδέω με καρφιά (γόμφους), λέγεται για πλοία· στην Παθ., γεγόμφωται σκάφος, το κοίλωμα (το σκαρί) του πλοίου είναι ήδη έτοιμο, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
γομφόω:
1) сколачивать гвоздями, скреплять (γεγόμφωται σκάφος στρέβλαισι Aesch.; ναῦς γομφωθεῖσα Anth.): γομφούμενα πάντα καὶ κολλώμενά (sc. ἐστιν) Arph. все сколачивается и склеивается, т. е. приготовления идут полным ходом;
2) свертывать (γάλα Emped. ap. Plut.).
Middle Liddell
[from γόμφος
to fasten with bolts, of ships:—in Pass., γεγόμφωται σκάφος the ship's hull is ready built, Aesch.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γομφόω γόμφος
1. door pinnen met elkaar verbinden, in elkaar spijkeren:. γεγόμφωται σκάφος de boot zit in elkaar Aeschl. Suppl. 440.
2. overdr. doen stollen, stremmen. Emped. B 33.