κυνηγέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kunhge/w
|Beta Code=kunhge/w
|Definition=Dor. -ᾱγέω <span class="bibl">Bion 1.60</span>: pf. Pass. κεκυνηγῆσθαι <span class="bibl">Plb.31.29.4</span>: (κυνηγός):—[[hunt]], [[chase]], later form of <b class="b3">κυνηγετέω, ὅταν κυνηγήσῃ [ὁ ἀετός</b>] <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>619a33</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pel.</span>8</span>, etc.: metaph., [[pursue]], [[persecute]], τινα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ep.</span>349c</span>, etc.
|Definition=Dor. -ᾱγέω <span class="bibl">Bion 1.60</span>: pf. Pass. κεκυνηγῆσθαι <span class="bibl">Plb.31.29.4</span>: (κυνηγός):—[[hunt]], [[chase]], later form of <b class="b3">κυνηγετέω, ὅταν κυνηγήσῃ [ὁ ἀετός</b>] <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>619a33</span>, cf. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Pel.</span>8</span>, etc.: metaph., [[pursue]], [[persecute]], τινα <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ep.</span>349c</span>, etc.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />chasser.<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κῠνηγέω''': Δωρ. κυνᾱγέω, Βίων 1. 160· παθ. πρκμ. κεκυνηγῆσθαι Πολύβ. 32. 15. 4· (κυνηγός). Κυνηγῶ, [[θηρεύω]], μεταγενέστερος [[τύπος]] τοῦ [[κυνηγετέω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 10, Πλούτ. ἐν Πέλοπ. 8, κτλ.· μεταφ., [[διώκω]], [[καταδιώκω]], τινὰ Πλάτ. Ἐπιστ. 349Β, κτλ.· πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 432.
|lstext='''κῠνηγέω''': Δωρ. κυνᾱγέω, Βίων 1. 160· παθ. πρκμ. κεκυνηγῆσθαι Πολύβ. 32. 15. 4· (κυνηγός). Κυνηγῶ, [[θηρεύω]], μεταγενέστερος [[τύπος]] τοῦ [[κυνηγετέω]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 10, Πλούτ. ἐν Πέλοπ. 8, κτλ.· μεταφ., [[διώκω]], [[καταδιώκω]], τινὰ Πλάτ. Ἐπιστ. 349Β, κτλ.· πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 432.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />chasser.<br />'''Étymologie:''' [[κυνηγός]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 21:49, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνηγέω Medium diacritics: κυνηγέω Low diacritics: κυνηγέω Capitals: ΚΥΝΗΓΕΩ
Transliteration A: kynēgéō Transliteration B: kynēgeō Transliteration C: kynigeo Beta Code: kunhge/w

English (LSJ)

Dor. -ᾱγέω Bion 1.60: pf. Pass. κεκυνηγῆσθαι Plb.31.29.4: (κυνηγός):—hunt, chase, later form of κυνηγετέω, ὅταν κυνηγήσῃ [ὁ ἀετός] Arist.HA619a33, cf. Plu.Pel.8, etc.: metaph., pursue, persecute, τινα Pl.Ep.349c, etc.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
chasser.
Étymologie: κυνηγός.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνηγέω: Δωρ. κυνᾱγέω, Βίων 1. 160· παθ. πρκμ. κεκυνηγῆσθαι Πολύβ. 32. 15. 4· (κυνηγός). Κυνηγῶ, θηρεύω, μεταγενέστερος τύπος τοῦ κυνηγετέω, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 10, Πλούτ. ἐν Πέλοπ. 8, κτλ.· μεταφ., διώκω, καταδιώκω, τινὰ Πλάτ. Ἐπιστ. 349Β, κτλ.· πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύν. 432.

Greek Monotonic

κῠνηγέω: Δωρ. κυνᾱγέω, μέλ. -ήσω, (κυνηγός), κυνηγώ, καταδιώκω, μεταγεν. τύπος του κυνηγετέω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κῠνηγέω: дор. κῠνᾱγέω Plat., Arst., Plut. = κυνηγετέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνηγέω, Dor. κυνᾱγέω [κυνηγός] jagen, op jacht gaan. jacht maken op, achtervolgen.

Middle Liddell

κῠνηγέω, κυνηγός
to hunt, chase, later form of κυνηγετέω, Plut.