κατερέω: Difference between revisions
διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1397.png Seite 1397]] ion. = [[κατερῶ]] (s. unten). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1397.png Seite 1397]] ion. = [[κατερῶ]] (s. unten). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>fut. ion. de</i> [[κατερῶ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατερέω''': Ἀττ. κατερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ ἀορ. [[κατεῖπον]]: πρκμ. κατείρηκα·- [[λέγω]], ὁμιλῶ [[ἐναντίον]] τινός, κατηγορῶ, τινός τινι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· τινος [[πρός]] τινα Πλάτ. Πόλ. 595Β· τινος [[ἐναντίον]] τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Θεάγ. 125Α. 2) μετ’ αἰτ., [[ψέγω]], [[μέμφομαι]], τινα ἢ τι [[πρός]] τινα Ἡρόδ. 3. 71. ΙΙ. [[λέγω]] ἢ ὁμιλῶ φανερῶς, καθαρά, Ἡρόδ. 5. 92, 7· κατερῶ [[πρός]] γ’ ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ἀριστοφ. Νεφ. 518, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1106, Ἀριστοφ. Εἰρ. 189, κτλ.- Παθ., κατειρήσεται ἐς σέ, θὰ διακηρυχθῇ, Ἡρόδ. 6. 69. | |lstext='''κατερέω''': Ἀττ. κατερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ ἀορ. [[κατεῖπον]]: πρκμ. κατείρηκα·- [[λέγω]], ὁμιλῶ [[ἐναντίον]] τινός, κατηγορῶ, τινός τινι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· τινος [[πρός]] τινα Πλάτ. Πόλ. 595Β· τινος [[ἐναντίον]] τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Θεάγ. 125Α. 2) μετ’ αἰτ., [[ψέγω]], [[μέμφομαι]], τινα ἢ τι [[πρός]] τινα Ἡρόδ. 3. 71. ΙΙ. [[λέγω]] ἢ ὁμιλῶ φανερῶς, καθαρά, Ἡρόδ. 5. 92, 7· κατερῶ [[πρός]] γ’ ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ἀριστοφ. Νεφ. 518, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1106, Ἀριστοφ. Εἰρ. 189, κτλ.- Παθ., κατειρήσεται ἐς σέ, θὰ διακηρυχθῇ, Ἡρόδ. 6. 69. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 22:00, 1 October 2022
English (LSJ)
Att. κατερῶ, serving as fut. of aor. κατεῖπον: pf. κατείρηκα: —A speak against, accuse, τινος X.Cyr.1.4.8; τινὸς πρός τινα Pl.R. 595b; τινὸς ἐναντίον τινός Id.Thg.125a. 2 c. acc., denounce, τινὰ πρός τινα Hdt.3.71: abs., κατερῶ Ἀθηναίοισι IG12.39.25. II declare, πόθεν… Pi.Pae.6.129; tell plainly, κ. ἐν τῷ κεῖται χώρῳ ἡ παρακαταθήκη Hdt.5.92.ή; κατερῶ πρὸς ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ar.Nu.518, cf. E.Med.1106(anap.); κ. τοὔνομ' ὅ τι ποτ' ἐστί σοι Ar.Pax189:—Pass., κατειρήσεται shall be declared, Hdt.6.69.
German (Pape)
[Seite 1397] ion. = κατερῶ (s. unten).
French (Bailly abrégé)
fut. ion. de κατερῶ.
Greek (Liddell-Scott)
κατερέω: Ἀττ. κατερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ ἀορ. κατεῖπον: πρκμ. κατείρηκα·- λέγω, ὁμιλῶ ἐναντίον τινός, κατηγορῶ, τινός τινι Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· τινος πρός τινα Πλάτ. Πόλ. 595Β· τινος ἐναντίον τινὸς ὁ αὐτ. ἐν Θεάγ. 125Α. 2) μετ’ αἰτ., ψέγω, μέμφομαι, τινα ἢ τι πρός τινα Ἡρόδ. 3. 71. ΙΙ. λέγω ἢ ὁμιλῶ φανερῶς, καθαρά, Ἡρόδ. 5. 92, 7· κατερῶ πρός γ’ ὑμᾶς ἐλευθέρως τἀληθῆ Ἀριστοφ. Νεφ. 518, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1106, Ἀριστοφ. Εἰρ. 189, κτλ.- Παθ., κατειρήσεται ἐς σέ, θὰ διακηρυχθῇ, Ἡρόδ. 6. 69.
English (Slater)
κατερέω I shall proclaim ἀοιδᾶν ῥόθια δεκομένα κατερεῖς, πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα (sc. Αἴγινα) (Pae. 6.129)
Greek Monotonic
κατερέω: Αττ. κατ-ερῶ, λειτουργεί ως μέλ. του αόρ. βʹ κατεῖπον, παρακ. κατάρηκα·
I. 1. μιλώ εναντίον κάποιου, κατηγορώ, τινός, σε Ξεν., Πλάτ.
2. με αιτ., ψέγω, μέμφομαι, σε Ηρόδ.
II. λέω ή μιλώ με απλότητα, εκφέρω, στον ίδ., Ευρ. κ.λπ. — Παθ., κατειρήσεται, θα δηλωθεί, θα ανακοινωθεί, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κατερέω: ион. = κατερῶ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατερέω Ion. fut. van* κατείρω.
Middle Liddell
attic κατ-ερῶ [serving as fut. of the aor2 κατεῖπον perf. κατείρηκα
I. to speak against, accuse, τινός Xen., Plat.
2. c. acc. to denounce, Hdt.
II. to say or tell plainly, speak out, Hdt., Eur., etc.:— Pass., κατειρήσεται it shall be declared, Hdt.