λήμη: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=lh/mh
|Beta Code=lh/mh
|Definition=ἡ, [[a humour that gathers in the corner of the eye]], [[rheum]], <span class="bibl">Hp. <span class="title">VM</span>19</span>, <span class="bibl"><span class="title">Prog.</span>2</span>: in plural, [[sore eyes]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>301</span> (v. Sch.): metaph., <b class="b3">ἡ τοῦ Πειραιέως λ</b>. the [[eye-sore]] of Piraeus, of Aegina, Pericles ap.<span class="bibl">Arist. <span class="title">Rh.</span>1411a15</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>8</span>; <b class="b3">Κρονικαὶ λῆμαι</b> old prejudices [[that dim the mind's eye]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>581</span>; ὄψεως λ. ἡ δεισιδαιμονία Plu.2.1101c. (Cf. [[λάμας]].)
|Definition=ἡ, [[a humour that gathers in the corner of the eye]], [[rheum]], <span class="bibl">Hp. <span class="title">VM</span>19</span>, <span class="bibl"><span class="title">Prog.</span>2</span>: in plural, [[sore eyes]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>301</span> (v. Sch.): metaph., <b class="b3">ἡ τοῦ Πειραιέως λ</b>. the [[eye-sore]] of Piraeus, of Aegina, Pericles ap.<span class="bibl">Arist. <span class="title">Rh.</span>1411a15</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>8</span>; <b class="b3">Κρονικαὶ λῆμαι</b> old prejudices [[that dim the mind's eye]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>581</span>; ὄψεως λ. ἡ δεισιδαιμονία Plu.2.1101c. (Cf. [[λάμας]].)
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />chassie ; [[αἱ]] λῆμαι humeurs qui troublent le cerveau, chimères.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λήμη''': ἡ, ἡ περὶ τοὺς κανθοὺς τῶν ὀφθαλμῶν πεπηγυῖα ὕλη, κοινῶς «τσίμπλα», Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Προγν. 32· αἱ λῆμαι, ὀφθαλμοὶ πάσχοντες, Ἀριστοφ. Λυσ. 301, [[ἔνθα]] ἴδε Σχολ.· μεταφ. ἡ [[Αἴγινα]] ἐκαλεῖτο ὑπὸ τοῦ Περικλέους, ἡ τοῦ Πειραιέως λ., ἡ «τσίμπλα» τοῦ Πειραιῶς, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7, Πλουτ. Περικλ. 8· λῆμαι Κρονικαί, ἀρχαῖαι προλήψεις ἐμποδίζουσαι τὴν πνευματικὴν ὄρασιν, Ἀριστοφ. Πλ. 581· ὄψεως λ. ἡ [[δεισιδαιμονία]] Πλούτ. 2. 1101C. - ὁ Ἱππ. 943, ἔχει καὶ λημίαι, αἱ. Πιθανῶς ἐκ τῆς √ΓΛΑΜ, πρβλ. γλᾰμάω, γλαμυρός, γλάμων, Λατ. gram-ia, gram-iosus· ἴδε Γγ. Ι.)
|lstext='''λήμη''': ἡ, ἡ περὶ τοὺς κανθοὺς τῶν ὀφθαλμῶν πεπηγυῖα ὕλη, κοινῶς «τσίμπλα», Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Προγν. 32· αἱ λῆμαι, ὀφθαλμοὶ πάσχοντες, Ἀριστοφ. Λυσ. 301, [[ἔνθα]] ἴδε Σχολ.· μεταφ. ἡ [[Αἴγινα]] ἐκαλεῖτο ὑπὸ τοῦ Περικλέους, ἡ τοῦ Πειραιέως λ., ἡ «τσίμπλα» τοῦ Πειραιῶς, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7, Πλουτ. Περικλ. 8· λῆμαι Κρονικαί, ἀρχαῖαι προλήψεις ἐμποδίζουσαι τὴν πνευματικὴν ὄρασιν, Ἀριστοφ. Πλ. 581· ὄψεως λ. ἡ [[δεισιδαιμονία]] Πλούτ. 2. 1101C. - ὁ Ἱππ. 943, ἔχει καὶ λημίαι, αἱ. Πιθανῶς ἐκ τῆς √ΓΛΑΜ, πρβλ. γλᾰμάω, γλαμυρός, γλάμων, Λατ. gram-ia, gram-iosus· ἴδε Γγ. Ι.)
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />chassie ; [[αἱ]] λῆμαι humeurs qui troublent le cerveau, chimères.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λήμη Medium diacritics: λήμη Low diacritics: λήμη Capitals: ΛΗΜΗ
Transliteration A: lḗmē Transliteration B: lēmē Transliteration C: limi Beta Code: lh/mh

English (LSJ)

ἡ, a humour that gathers in the corner of the eye, rheum, Hp. VM19, Prog.2: in plural, sore eyes, Ar.Lys.301 (v. Sch.): metaph., ἡ τοῦ Πειραιέως λ. the eye-sore of Piraeus, of Aegina, Pericles ap.Arist. Rh.1411a15, Plu.Per.8; Κρονικαὶ λῆμαι old prejudices that dim the mind's eye, Ar.Pl.581; ὄψεως λ. ἡ δεισιδαιμονία Plu.2.1101c. (Cf. λάμας.)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
chassie ; αἱ λῆμαι humeurs qui troublent le cerveau, chimères.
Étymologie: DELG étym. ignorée.

Greek (Liddell-Scott)

λήμη: ἡ, ἡ περὶ τοὺς κανθοὺς τῶν ὀφθαλμῶν πεπηγυῖα ὕλη, κοινῶς «τσίμπλα», Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, Προγν. 32· αἱ λῆμαι, ὀφθαλμοὶ πάσχοντες, Ἀριστοφ. Λυσ. 301, ἔνθα ἴδε Σχολ.· μεταφ. ἡ Αἴγινα ἐκαλεῖτο ὑπὸ τοῦ Περικλέους, ἡ τοῦ Πειραιέως λ., ἡ «τσίμπλα» τοῦ Πειραιῶς, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 10, 7, Πλουτ. Περικλ. 8· λῆμαι Κρονικαί, ἀρχαῖαι προλήψεις ἐμποδίζουσαι τὴν πνευματικὴν ὄρασιν, Ἀριστοφ. Πλ. 581· ὄψεως λ. ἡ δεισιδαιμονία Πλούτ. 2. 1101C. - ὁ Ἱππ. 943, ἔχει καὶ λημίαι, αἱ. Πιθανῶς ἐκ τῆς √ΓΛΑΜ, πρβλ. γλᾰμάω, γλαμυρός, γλάμων, Λατ. gram-ia, gram-iosus· ἴδε Γγ. Ι.)

Greek Monolingual

η (AM λήμη, Μ και λήμμη)
ωχρόλευκο λιπώδες έκκριμα τών ταρσαίων αδένων τών βλεφάρων το οποίο συγκεντρώνεται ιδίως στον εσωτερικό κανθό του ματιού, η τσίμπλα
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ λῆμαι
τα πάσχοντα, τα ερεθισμένα μάτια
2. φρ. α) «ἡ τοῦ Πειραιῶς λήμη» — η Αίγινα
β) «Κρονικαὶ λῆμαι» — αρχαίες προλήψεις που εμπόδιζαν την πνευματική όραση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση του τ. με αλβ. llom «κατακάθι» παρουσιάζει μορφολογικές δυσχέρειες, ενώ η σύνδεση με λατ. lāma «τέλμα» και λιθουαν. lōmas «λάκκος, κοιλότητα» παρουσιάζει σημασιολογικά προβλήματα.

Greek Monotonic

λήμη: ἡ, ύλη που μαζεύεται στη γωνία των ματιών, κοινώς «τσίμπλα»· μεταφ., ο Περικλής καλούσε την Αίγινα, ἡ τοῦ Πειραιέως λήμη, «τσίμπλα» (δηλ. αποκρουστικό θέαμα) του Πειραιά, σε Αριστ., Πλούτ.· λῆμαι Κρονικαί, αρχαίες προλήψεις που εμποδίζουν την πνευματική όραση, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λήμη:
1) гноетечение из глаз: αἱ λῆμαι Arph. больные глаза;
2) перен. бельмо: Αἴγυνα ἡ τοῦ Πειραιέως λ. Arst. Эгина - бельмо в глазу Пирея;
3) предрассудок, заблуждение: Κρονικαὶ λῆμαι Arph. застарелые предрассудки.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: humour in the corner of the eye, rheum, also metaph. (Hp., Ar., Plu.).
Derivatives: Diminut. λημίον (Hp.), λημύδριον (Gal.); λημ-αλέος (Luc.), -ηρός (Heliod.), -ώδης (Alex. Trall.) full of λ.; λημ-ότης (Sch.), -ωσις (medic. pap.; cf. ἴλλωσις, κνίδωσις); λημ-άω have rheum (Hp., Ar.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: An Dor. form seems found in λάμας μύξας H. (cod. λαμάς μῦς). Unexplained. Rejectable hypotheses in Bq and Hofmann Et. Wb.; after Mann Lang. 28, 36 f. to Alb. llom dregs (phonetically unconvincing), Lat. lāma puddle, marsh, mud, Lith. lõmas pit, hollow, lower spot (semant. unconvincing). - Rather Pre-Greek than IE?

Middle Liddell

λήμη, ἡ,
a humour that gathers in the corner of the eye, gum, rheum:—metaph., Pericles called Aegina ἡ τοῦ Πειραιέως λ. the eyesore of Peiraeeus, Arist., Plut.; λῆμαι Κρονικαί old prejudices that dim the eyes, Ar.

Frisk Etymology German

λήμη: {lḗmē}
Grammar: f.
Meaning: Augenbutter, auch übertr. (Hp., Ar., Plu. u. a.).
Derivative: Deminutiva λημίον (Hp.), λημύδριον (Gal.); sonstige Ableitungen: λημαλέος (Luk.), -ηρός (Heliod.), -ώδης (Alex. Trall.) voll Augenbutter, triefäugig; λημότης (Sch.), -ωσις (mediz. Pap.; vgl. ἴλλωσις, κνίδωσις); λημάω Triefaugen haben (Hp., Ar. u. a.). — Eine dor. Form scheint in λάμας· μύξας H. (cod. λαμάς· μῦς) zu stecken.
Etymology: Unerklärt. Abzulehnende Hypothesen bei Bq und Hofmann Et. Wb.; nach Mann Lang. 28, 36 f. zu alb. llom Bodensatz (lautlich unbefriedigend), lat. lāma Lache, Morast, Sumpf, lit. lõmas Grube, Höhle, Vertiefung (begrifflich wenig überzeugend).
Page 2,116