3,274,306
edits
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=kranao/s | |Beta Code=kranao/s | ||
|Definition=ή, όν, poet. word,<br><span class="bld">A</span> [[rocky]], [[rugged]], in Hom. always of Ithaca (exc. in Il.3.445 where it is pr. n. of an island), Il.3.201, Od. 1.247, al.; of Delos, Pi.I.1.3; freq. of Athens, Id.O.7.82, etc.: hence as pr. n., [[Κραναὰ πόλις]] = [[Athens]], Ar.Ach.75; simply [[αἱ Κρανααί]] Id.Av.123; ἡ [[Κραναά]] = of the [[Acropolis]], Id.Lys.481; [[Κραναοί]] = the [[people of Attica]], Hdt.8.44, Str.9.1.18; [[παῖδες Κραναοῦ]] ([[Cranaos]] being a [[mythic]] [[king]] of [[Athens]]) A.Eu.1011 (anap.)<br><span class="bld">2</span> generally, [[hard]], [[χέλυς]] Opp.H.5.396; of a [[fishing rod]], [[ῥάβδος]] κ. ib.4.364.<br><span class="bld">3</span> [[stinging]], κ. ἀκαλῆφαι Ar.Fr.560. [[κρανέα]], ἡ, v. [[κράνεια]]. | |Definition=ή, όν, poet. word,<br><span class="bld">A</span> [[rocky]], [[rugged]], in Hom. always of Ithaca (exc. in Il.3.445 where it is pr. n. of an island), Il.3.201, Od. 1.247, al.; of Delos, Pi.I.1.3; freq. of Athens, Id.O.7.82, etc.: hence as pr. n., [[Κραναὰ πόλις]] = [[Athens]], Ar.Ach.75; simply [[αἱ Κρανααί]] Id.Av.123; ἡ [[Κραναά]] = of the [[Acropolis]], Id.Lys.481; [[Κραναοί]] = the [[people of Attica]], Hdt.8.44, Str.9.1.18; [[παῖδες Κραναοῦ]] ([[Cranaos]] being a [[mythic]] [[king]] of [[Athens]]) A.Eu.1011 (anap.)<br><span class="bld">2</span> generally, [[hard]], [[χέλυς]] Opp.H.5.396; of a [[fishing rod]], [[ῥάβδος]] κ. ib.4.364.<br><span class="bld">3</span> [[stinging]], κ. ἀκαλῆφαι Ar.Fr.560. [[κρανέα]], ἡ, v. [[κράνεια]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />dur, âpre, rocailleux.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κράνος]] et [[κάρα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρᾰναός''': ὰ καὶ ή, όν, ποιητ. λέξ., [[πετρώδης]], [[τραχύς]], [[ἀνώμαλος]], ἐπὶ τῆς ἐξωτερικῆς ὄψεως χώρας τινός, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς Ἰθάκης ([[διότι]] ἐν Ἰλ. Γ. 445, δὲν [[εἶναι]] ἐπίθ. ἀλλὰ κύριον [[ὄνομα]] νήσου, [[ἴσως]] τὰ [[Κύθηρα]]), Ἰλ. Γ. 201, καὶ συχν. ἐν τῇ Ὀδ.· ἐπὶ τῆς Δήλου, Πινδ. 1. 1, 3· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν Ἀθηνῶν, Πινδ. Ο. 7. 151, κτλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] κατέστη κύριον [[ὄνομα]], Κραναὰ [[πόλις]], αἱ [[Ἀθῆναι]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 75· ἢ [[ἁπλῶς]] αἱ Κρανααί, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 123· ἡ Κραναά, ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 481· Κραναοί, οἱ κάτοικοι τῆς Ἀττικῆς, Ἡρόδ. 8. 44· ([[ἔνθα]] ἴδε Valck.), Στράβ. 397· καλούμενοι καὶ παῖδες Κραναοῦ (ὁ Κραναὸς ἦτο μυθικὸς βασιλεὺς τῶν Ἀθηνῶν), Αἰσχύλ. Εὐμ 1011, πρβλ. Clinton εἰς Ἡρ. Μαιν. 1. 57 κἑξ. 2) παρὰ μεταγεν. καὶ ἐπὶ τοῦ ὀστράκου τῆς χελώνης, Ὀππ. Ἁλ. 5. 396· ἐπὶ ξύλου, [[ῥάβδος]] κρ. [[αὐτόθι]] 4. 364, πρβλ. [[κράνον]]. 3) [[τραχύς]], [[αὐστηρός]], [[κεντητικός]], Λατ. asper, κρ. ἀκαλῆφαι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 473. Ἡ √ΚΡΑ ἢ ΚΑΡ φαίνεται ὅτι ἐσήμαινε [[τραχύς]], [[σκληρός]], κάρυον (nax), Σανσκρ. kar-akas (κοκκοκάρυον), Λατ. [[carina]] ([[κέλυφος]] καρύου, κτλ.)· [[ἐντεῦθεν]] καὶ κάρκαρος (κάρχαρος). Σανσκρ. karkar-as (hard)· [[ὡσαύτως]] [[κράνος]] (περικεφαλαία), [[κραναός]]· πρβλ. [[κράτος]], [[κραταιός]]). | |lstext='''κρᾰναός''': ὰ καὶ ή, όν, ποιητ. λέξ., [[πετρώδης]], [[τραχύς]], [[ἀνώμαλος]], ἐπὶ τῆς ἐξωτερικῆς ὄψεως χώρας τινός, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς Ἰθάκης ([[διότι]] ἐν Ἰλ. Γ. 445, δὲν [[εἶναι]] ἐπίθ. ἀλλὰ κύριον [[ὄνομα]] νήσου, [[ἴσως]] τὰ [[Κύθηρα]]), Ἰλ. Γ. 201, καὶ συχν. ἐν τῇ Ὀδ.· ἐπὶ τῆς Δήλου, Πινδ. 1. 1, 3· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν Ἀθηνῶν, Πινδ. Ο. 7. 151, κτλ.· ― [[ἐντεῦθεν]] κατέστη κύριον [[ὄνομα]], Κραναὰ [[πόλις]], αἱ [[Ἀθῆναι]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 75· ἢ [[ἁπλῶς]] αἱ Κρανααί, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 123· ἡ Κραναά, ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 481· Κραναοί, οἱ κάτοικοι τῆς Ἀττικῆς, Ἡρόδ. 8. 44· ([[ἔνθα]] ἴδε Valck.), Στράβ. 397· καλούμενοι καὶ παῖδες Κραναοῦ (ὁ Κραναὸς ἦτο μυθικὸς βασιλεὺς τῶν Ἀθηνῶν), Αἰσχύλ. Εὐμ 1011, πρβλ. Clinton εἰς Ἡρ. Μαιν. 1. 57 κἑξ. 2) παρὰ μεταγεν. καὶ ἐπὶ τοῦ ὀστράκου τῆς χελώνης, Ὀππ. Ἁλ. 5. 396· ἐπὶ ξύλου, [[ῥάβδος]] κρ. [[αὐτόθι]] 4. 364, πρβλ. [[κράνον]]. 3) [[τραχύς]], [[αὐστηρός]], [[κεντητικός]], Λατ. asper, κρ. ἀκαλῆφαι Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 473. Ἡ √ΚΡΑ ἢ ΚΑΡ φαίνεται ὅτι ἐσήμαινε [[τραχύς]], [[σκληρός]], κάρυον (nax), Σανσκρ. kar-akas (κοκκοκάρυον), Λατ. [[carina]] ([[κέλυφος]] καρύου, κτλ.)· [[ἐντεῦθεν]] καὶ κάρκαρος (κάρχαρος). Σανσκρ. karkar-as (hard)· [[ὡσαύτως]] [[κράνος]] (περικεφαλαία), [[κραναός]]· πρβλ. [[κράτος]], [[κραταιός]]). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |