στωμυλία: Difference between revisions

From LSJ

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0960.png Seite 960]] ἡ, Geschwätzigkeit, Plauderhaftigkeit; Ar. Ran. 1067; [[φιλοπαίγμων]], Philodem. 31 (XII, 222); u. in späterer Prosa, wie Pol. 9, 20, 6, Alciphr. 3, 70.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0960.png Seite 960]] ἡ, Geschwätzigkeit, Plauderhaftigkeit; Ar. Ran. 1067; [[φιλοπαίγμων]], Philodem. 31 (XII, 222); u. in späterer Prosa, wie Pol. 9, 20, 6, Alciphr. 3, 70.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />babil, bavardage.<br />'''Étymologie:''' [[στωμύλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στωμῠλία''': ἡ, εὐτραπελολογία, [[πολυλογία]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1069, Πολύβ. 9. 20, 6· [[ὁμιλία]] ἐπὶ μηδαμινῶν πραγμάτων, [[φληνάφημα]], [[μωρολογία]], Ἀνθ. Π. 7. 222· στ. Ἀττικὴ Πλουτ. Κίμ. 4.
|lstext='''στωμῠλία''': ἡ, εὐτραπελολογία, [[πολυλογία]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 1069, Πολύβ. 9. 20, 6· [[ὁμιλία]] ἐπὶ μηδαμινῶν πραγμάτων, [[φληνάφημα]], [[μωρολογία]], Ἀνθ. Π. 7. 222· στ. Ἀττικὴ Πλουτ. Κίμ. 4.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />babil, bavardage.<br />'''Étymologie:''' [[στωμύλος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στωμῠλία Medium diacritics: στωμυλία Low diacritics: στωμυλία Capitals: ΣΤΩΜΥΛΙΑ
Transliteration A: stōmylía Transliteration B: stōmylia Transliteration C: stomylia Beta Code: stwmuli/a

English (LSJ)

ἡ, wordiness, Ar.Ra.1069, Plb.9.20.6; persiflage, small talk, AP7.222 (Phld.); σ. Ἀττική Stesimbr.4 J.

German (Pape)

[Seite 960] ἡ, Geschwätzigkeit, Plauderhaftigkeit; Ar. Ran. 1067; φιλοπαίγμων, Philodem. 31 (XII, 222); u. in späterer Prosa, wie Pol. 9, 20, 6, Alciphr. 3, 70.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
babil, bavardage.
Étymologie: στωμύλος.

Greek (Liddell-Scott)

στωμῠλία: ἡ, εὐτραπελολογία, πολυλογία, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1069, Πολύβ. 9. 20, 6· ὁμιλία ἐπὶ μηδαμινῶν πραγμάτων, φληνάφημα, μωρολογία, Ἀνθ. Π. 7. 222· στ. Ἀττικὴ Πλουτ. Κίμ. 4.

Greek Monolingual

η, ΝΑ και στομυλία Α στωμύλος
1. ευχερής και ευχάριστη πολυλογία
2. ευφράδεια, ευγλωττία
αρχ.
φλυαρία, φληνάφημα.

Greek Monotonic

στωμῠλία: ἡ, πολυλογία, ομιλία για ασήμαντα πράγματα, φλυαρία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

στωμῠλία: ион. στωμῠλίη ἡ болтливость, словоохотливость Arph., Polyb., Plut., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στωμυλία -ας, ἡ [στωμύλος] praatzucht, het babbelen.

Middle Liddell

στωμῠλία, ἡ,
wordiness, Ar.: small talk, Anth.