παιγνιώδης: Difference between revisions

From LSJ

Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber

Menander, Monostichoi, 90
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0438.png Seite 438]] ες, scherzhaft, spielend, spottend, Plut. u. a. Sp.; τὸ παιγνιῶδες, Scherzhaftigkeit, muntere Laune, τοῦ θανάτου παρεστηκότος [[μήτε]] τὸ φρόνιμον [[μήτε]] τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς, Xen. Hell. 2, 3, 56; ὑπὸ τοῦ οἴνου ἀναπειθόμενοι πρὸς τὸ παιγνιωδέστερον ἀφιξόμεθα, Conv. 2, 26. – Auch adv., Sp., wie Schol. Ar. Plut. 590.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0438.png Seite 438]] ες, scherzhaft, spielend, spottend, Plut. u. a. Sp.; τὸ παιγνιῶδες, Scherzhaftigkeit, muntere Laune, τοῦ θανάτου παρεστηκότος [[μήτε]] τὸ φρόνιμον [[μήτε]] τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς, Xen. Hell. 2, 3, 56; ὑπὸ τοῦ οἴνου ἀναπειθόμενοι πρὸς τὸ παιγνιωδέστερον ἀφιξόμεθα, Conv. 2, 26. – Auch adv., Sp., wie Schol. Ar. Plut. 590.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />qui se fait par jeu.<br />'''Étymologie:''' [[παίγνιον]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παιγνιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἀστεῖος]], διασκεδαστικός, εὐστοχίη Πλουτ. Ἀγησ. 2, κτλ.· τὸ παιγνιῶδες, ἡ [[παιγνιώδης]] [[διάθεσις]], ὁ [[ἀστεῖος]] [[χαρακτήρ]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· τὸ παιγνιωδέστερον ὁ αὐτ. ἐν Σύμπ. 2. 26.
|lstext='''παιγνιώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἀστεῖος]], διασκεδαστικός, εὐστοχίη Πλουτ. Ἀγησ. 2, κτλ.· τὸ παιγνιῶδες, ἡ [[παιγνιώδης]] [[διάθεσις]], ὁ [[ἀστεῖος]] [[χαρακτήρ]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· τὸ παιγνιωδέστερον ὁ αὐτ. ἐν Σύμπ. 2. 26.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />qui se fait par jeu.<br />'''Étymologie:''' [[παίγνιον]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιγνιώδης Medium diacritics: παιγνιώδης Low diacritics: παιγνιώδης Capitals: ΠΑΙΓΝΙΩΔΗΣ
Transliteration A: paigniṓdēs Transliteration B: paigniōdēs Transliteration C: paigniodis Beta Code: paigniw/dhs

English (LSJ)

ες, = παίγνιος (playful, sportive, droll), Plu. Ages. 2 ; τὸ π. playfulness, X. HG 2.3.56 ; τὸ παιγνιωδέστερον Id. Smp. 2.26.

German (Pape)

[Seite 438] ες, scherzhaft, spielend, spottend, Plut. u. a. Sp.; τὸ παιγνιῶδες, Scherzhaftigkeit, muntere Laune, τοῦ θανάτου παρεστηκότος μήτε τὸ φρόνιμον μήτε τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς, Xen. Hell. 2, 3, 56; ὑπὸ τοῦ οἴνου ἀναπειθόμενοι πρὸς τὸ παιγνιωδέστερον ἀφιξόμεθα, Conv. 2, 26. – Auch adv., Sp., wie Schol. Ar. Plut. 590.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui se fait par jeu.
Étymologie: παίγνιον, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

παιγνιώδης: -ες, (εἶδος) ἀστεῖος, διασκεδαστικός, εὐστοχίη Πλουτ. Ἀγησ. 2, κτλ.· τὸ παιγνιῶδες, ἡ παιγνιώδης διάθεσις, ὁ ἀστεῖος χαρακτήρ, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 56· τὸ παιγνιωδέστερον ὁ αὐτ. ἐν Σύμπ. 2. 26.

Greek Monolingual

-ες (Α παιγνιώδης, -ῶδες) παίγνιον
διασκεδαστικός, αστείος, παιχνιδιάρης
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ παιγνιῶδες
εύθυμη διάθεση, αστείος χαρακτήραςμήτε τὸ φρόνιμον μήτε τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῖν ἐκ τῆς ψυχῆς», Ξεν.).
επίρρ...
παιγνιωδώς (Α παιγνιωδῶς)
με παιγνιώδη, με διασκεδαστικό τρόπο.

Greek Monotonic

παιγνιώδης: -ες (εἶδος), παιχνιδιάρικος, διασκεδαστικός, σε Πλούτ.· τὸπαιγνιώδες, παιχνιδιάρικη διάθεση, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

παιγνιώδης: служащий для забавы, веселый Xen., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιγνιώδης -ῶδες [παίγνιον] geestig, grappig; subst. τὸ παιγνιῶδες geestigheid, humor.

Middle Liddell

παιγνι-ώδης, ες εἶδος
playful, sportive, Plut.: τὸ παιγνιῶδες playfulness, Xen.