παρακάθημαι: Difference between revisions
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0480.png Seite 480]] (s. [[ἧμαι]]), daneben-, dabeisitzen; Plat. Crit. 43 a Prot. 315 d, τινί, wie Ar. Ran. 1491 u. Thuc. 6, 13; vom Heere, sich dabei lagern, Pol. 9, 44, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0480.png Seite 480]] (s. [[ἧμαι]]), daneben-, dabeisitzen; Plat. Crit. 43 a Prot. 315 d, τινί, wie Ar. Ran. 1491 u. Thuc. 6, 13; vom Heere, sich dabei lagern, Pol. 9, 44, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />être assis auprès de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[κάθημαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρακάθημαι''': ἀπαρέμ. -καθῆσαι, ἀποθ., [[κάθημαι]] πλησίον, τινι Ἀριστοφάν. Βάτρ. 1492, Θουκ. 6. 13, Πλάτ. Κρίτων 43Β, κ. ἀλλ.· τινι Συνέσ. 163Β· ἀπολ., οἱ παρακαθήμενοι Πλάτ. Πρωτ. 320C, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ στρατοῦ, Πολύβ. 9. 44, 2. | |lstext='''παρακάθημαι''': ἀπαρέμ. -καθῆσαι, ἀποθ., [[κάθημαι]] πλησίον, τινι Ἀριστοφάν. Βάτρ. 1492, Θουκ. 6. 13, Πλάτ. Κρίτων 43Β, κ. ἀλλ.· τινι Συνέσ. 163Β· ἀπολ., οἱ παρακαθήμενοι Πλάτ. Πρωτ. 320C, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ στρατοῦ, Πολύβ. 9. 44, 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 07:50, 2 October 2022
English (LSJ)
inf. -καθῆσθαι, A to be seated beside or near, τινι Ar.Ra. 1492, Th.6.13: abs., Pl.Cri.43b; οἱ παρακαθήμενοι Id.Prt.320c, al.; of passengers in a ship, GDI3835 (Rhodes). 2 of an army, encamp beside, Plb.9.11A.2. 3 to be busy about, τινι PSI4.402.10 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 480] (s. ἧμαι), daneben-, dabeisitzen; Plat. Crit. 43 a Prot. 315 d, τινί, wie Ar. Ran. 1491 u. Thuc. 6, 13; vom Heere, sich dabei lagern, Pol. 9, 44, 2.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
être assis auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, κάθημαι.
Greek (Liddell-Scott)
παρακάθημαι: ἀπαρέμ. -καθῆσαι, ἀποθ., κάθημαι πλησίον, τινι Ἀριστοφάν. Βάτρ. 1492, Θουκ. 6. 13, Πλάτ. Κρίτων 43Β, κ. ἀλλ.· τινι Συνέσ. 163Β· ἀπολ., οἱ παρακαθήμενοι Πλάτ. Πρωτ. 320C, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ στρατοῦ, Πολύβ. 9. 44, 2.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
κάθομαι κοντά σε κάποιον, παραπλεύρως κάποιου
νεοελλ.-μσν.
κάθομαι μαζί με κάποιον ή δίπλα σε κάποιον, λαμβάνω μέρος σε συγκέντρωση μαζί με άλλους («παρακάθημαι σε γεύμα»)
αρχ.
1. (για στρατό) στρατοπεδεύω κοντά σε κάποιον ή σε κάτι
2. απασχολούμαι με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κάθημαι.
Greek Monotonic
παρακάθημαι: απαρ. -καθῆσθαι, αποθ., κάθομαι δίπλα ή κοντά σε κάποιον άλλο, με δοτ., σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
παρακάθημαι:
1) сидеть рядом (τινι Arph., Thuc.): οἱ παρακαθήμενοι Plat. сидевшие рядом, т. е. присутствовавшие;
2) быть расположенным рядом (στρατόπεδα παρακαθήμενα Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-κάθημαι zitten naast, met dat.
Middle Liddell
inf. -καθῆσθαι
Dep. to be seated beside or near another, c. dat., Ar., Thuc., etc.