3,273,590
edits
m (Text replacement - "d’" to "d'") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0711.png Seite 711]] τό, gew. im plur. τὰ πρόβατα, bezeichnet meistens das [[Schaf]], eigtl. aber und ursprünglich<b class="b2"> alle vierfüßigen Thiere</b>, weil sie vor den ihnen mit Menschen und Vögeln gemeinsamen Hinterbeinen noch Vorderbeine haben; Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 124 ἡ [[διπλῆ]], ὅτι πρόβατα πἀντα τὰ τετράποδα διὰ τὸ ἑτέραν βάσιν ἔχειν πρὸ τῆς ὀπισθίας, καθὼς καὶ Ἡσίοδός φησι (Op. 558), »χαλεπὸς προβάτοις, χαλεπὸς δ' ἀνθρώποις«; bes. die zahmen. vierfüßigen Thiere, Hausthiere, Vieh, Viehherde; bei Hom. erscheint das Wort nur zweimal: Iliad. 14, 124 πολλὰ δέ οἱ πρόβατ' ἔσκε, 23, 550 wird als Besitz des Reichen aufgeführt χρυσὸς [[πολύς]], χαλκὸς καὶ πρόβατα, δμωαὶ καὶ μώνυχες ἵπποι; von hierhergehörigen stammverwandten Wörtern erscheint bei Hom. nur eins, einmal, Odyss. 2, 75 ὑμέας ἐσθέμεναι κειμήλιά τε πρόβασίν τε, die Kleinodien und die Heerden; Schafe heißen bei Hom. ὄιες. Bei Hesiod. findet sich das Wort [[πρόβατον]] außer der schon erwähnten Stelle nicht. Hom. h. Mercur. 571 πᾶσι δ' ἐπὶ προβάτοισιν ἀνάσσειν Ἑρμῆν ist unklar. Aristoph. Byz. bei Eustath. Iliad. 11, 678 p. 877, 49 bezeugt, daß Pindar die Stuten des Diomedes πρόβατα genannt habe, auch den Pegasus ein [[πρόβατον]], Simonides aber habe einen Stier [[πρόβατον]] genannt, Bergk Poet. Lyr. Gr. ed. 2 Pindar. fragm. 312. 313, Simonid. Cei frgm. 247. Herodot nennt πρόβατα alle vierfüßigen Thiere, 1, 203, alles vierfüßige Schlachtvieh, 1, 188. 207. 6, 56, alle vierfüßigen Hausthiere, 7, 171; θύουσι δὲ καὶ [[τἆλλα]] πρόβατα καὶ ἵππ ους [[μάλιστα]], 4, 61; τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, entgegengesetzt ἵπποι und βόες, 8, 137; τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, entgegengesetzt [[βοῦς]], [[ἵππος]], [[κάμηλος]], [[ὄνος]], 1, 133, τὰς βοῦς τὰς θηλέας προβάτων πάντων [[μάλιστα]] μακρῷ, 2, 41. Eben so hat Hippocrat. das Wort [[πρόβατον]] gebraucht. – Bei den Attikern sind πρόβατα gew. [[Schafe]]; Plat. vrbdt οἷον [[βοῦς]] καὶ πρόβατα Euthyd. 302 a, ποίμνια καὶ πρόβατα Legg. III, 694 e; οὐδὲ πρόβατα οὐδὲ ποιμένα γιγνώσκεις, Rep. I, 343 a; Xen. vrbdt ἀγέλας, καὶ [[βοῦς]] καὶ ἵππους, καὶ ἄλλα πρόβατα πολλά, Cyr. 7, 3, 7; Eupol. nannte προβατικὸν χορὸν τὸν ἐξ αἰγῶν, Scholl. Iliad. 16, 353; sprichw. τοὺς γευομένους κύνας τῶν προβάτων φασὶ [[δεῖν]] κατακόπτειν, Dem. 25, 40; οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις [[ὁμοῦ]] ποιεῖσθαι τὴν ἔπαυλιν, Pol. 5, 35, 13; vgl. Plut. Cleom. 33, προβάτου σωφρονέστερον [[παρέξω]], Luc. as. 33. Auch wie bei uns »Schaf« als Schimpfwort = dummer Mensch, Aristoph. Nub. 1203, vgl. Vesp. 32. – Bei Opp. Hal. 1, 146 ein Seefisch; vgl. Ael. N. A. 9, 38. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0711.png Seite 711]] τό, gew. im plur. τὰ πρόβατα, bezeichnet meistens das [[Schaf]], eigtl. aber und ursprünglich<b class="b2"> alle vierfüßigen Thiere</b>, weil sie vor den ihnen mit Menschen und Vögeln gemeinsamen Hinterbeinen noch Vorderbeine haben; Scholl. Aristonic. Iliad. 14, 124 ἡ [[διπλῆ]], ὅτι πρόβατα πἀντα τὰ τετράποδα διὰ τὸ ἑτέραν βάσιν ἔχειν πρὸ τῆς ὀπισθίας, καθὼς καὶ Ἡσίοδός φησι (Op. 558), »χαλεπὸς προβάτοις, χαλεπὸς δ' ἀνθρώποις«; bes. die zahmen. vierfüßigen Thiere, Hausthiere, Vieh, Viehherde; bei Hom. erscheint das Wort nur zweimal: Iliad. 14, 124 πολλὰ δέ οἱ πρόβατ' ἔσκε, 23, 550 wird als Besitz des Reichen aufgeführt χρυσὸς [[πολύς]], χαλκὸς καὶ πρόβατα, δμωαὶ καὶ μώνυχες ἵπποι; von hierhergehörigen stammverwandten Wörtern erscheint bei Hom. nur eins, einmal, Odyss. 2, 75 ὑμέας ἐσθέμεναι κειμήλιά τε πρόβασίν τε, die Kleinodien und die Heerden; Schafe heißen bei Hom. ὄιες. Bei Hesiod. findet sich das Wort [[πρόβατον]] außer der schon erwähnten Stelle nicht. Hom. h. Mercur. 571 πᾶσι δ' ἐπὶ προβάτοισιν ἀνάσσειν Ἑρμῆν ist unklar. Aristoph. Byz. bei Eustath. Iliad. 11, 678 p. 877, 49 bezeugt, daß Pindar die Stuten des Diomedes πρόβατα genannt habe, auch den Pegasus ein [[πρόβατον]], Simonides aber habe einen Stier [[πρόβατον]] genannt, Bergk Poet. Lyr. Gr. ed. 2 Pindar. fragm. 312. 313, Simonid. Cei frgm. 247. Herodot nennt πρόβατα alle vierfüßigen Thiere, 1, 203, alles vierfüßige Schlachtvieh, 1, 188. 207. 6, 56, alle vierfüßigen Hausthiere, 7, 171; θύουσι δὲ καὶ [[τἆλλα]] πρόβατα καὶ ἵππ ους [[μάλιστα]], 4, 61; τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, entgegengesetzt ἵπποι und βόες, 8, 137; τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, entgegengesetzt [[βοῦς]], [[ἵππος]], [[κάμηλος]], [[ὄνος]], 1, 133, τὰς βοῦς τὰς θηλέας προβάτων πάντων [[μάλιστα]] μακρῷ, 2, 41. Eben so hat Hippocrat. das Wort [[πρόβατον]] gebraucht. – Bei den Attikern sind πρόβατα gew. [[Schafe]]; Plat. vrbdt οἷον [[βοῦς]] καὶ πρόβατα Euthyd. 302 a, ποίμνια καὶ πρόβατα Legg. III, 694 e; οὐδὲ πρόβατα οὐδὲ ποιμένα γιγνώσκεις, Rep. I, 343 a; Xen. vrbdt ἀγέλας, καὶ [[βοῦς]] καὶ ἵππους, καὶ ἄλλα πρόβατα πολλά, Cyr. 7, 3, 7; Eupol. nannte προβατικὸν χορὸν τὸν ἐξ αἰγῶν, Scholl. Iliad. 16, 353; sprichw. τοὺς γευομένους κύνας τῶν προβάτων φασὶ [[δεῖν]] κατακόπτειν, Dem. 25, 40; οὐκ ἀσφαλὲς λέοντι καὶ προβάτοις [[ὁμοῦ]] ποιεῖσθαι τὴν ἔπαυλιν, Pol. 5, 35, 13; vgl. Plut. Cleom. 33, προβάτου σωφρονέστερον [[παρέξω]], Luc. as. 33. Auch wie bei uns »Schaf« als Schimpfwort = dummer Mensch, Aristoph. Nub. 1203, vgl. Vesp. 32. – Bei Opp. Hal. 1, 146 ein Seefisch; vgl. Ael. N. A. 9, 38. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><i>dat. plur.</i> [[πρόβασι]];<br /><b>I.</b> animal à quatre pieds, <i>p. opp. à ceux qui volent, rampent ou nagent, d'où</i><br /><b>1</b> <i>en gén.</i> bête apprivoisée ; bétail, troupeau de bétail;<br /><b>2</b> <i>d'ord. en parl. d'animaux de</i> petit bétail (brebis, chèvres) ; <i>particul.</i> brebis, moutons;<br /><b>II.</b> sorte de poisson de mer.<br />'''Étymologie:''' [[προβαίνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόβᾰτον''': τό, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. πρόβατα, ἀλλὰ [[συχνάκις]] καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, Πλάτ. Εὐθύδ. 302Α, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 5, κτλ.)· ἑτερόκλ. δοτικ. πρόβασι, Ἀρκάδ. 138, «πρόβασι· βοσκήμασι» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ.· ― [[κυρίως]], πᾶν τὸ βαδίζον ἢ βαῖνον πρὸς τὰ ἐμπρὸς (πᾶν ὅ,τι προβαίνει), ἐν χρήσει (παρὰ τοῖς Ἴωσι καὶ τοῖς Δωριεῦσιν) ἐπὶ παντὸς τετραπόδου βοσκήματος, Ἡρόδ. 2. 41, πρβλ. Σιμωνίδ. 249· ἐπὶ ἵππων, Ἡρόδ. 4. 61, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 182-3· παρ’ Ὁμήρῳ [[καθόλου]], ἐπὶ βοσκημάτων, ποιμνίων τε καὶ ἀγελῶν, Ἰλ. Ξ. 124, Ψ. 550, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 556, Ἡρόδ. 1. 203· ἀντίθετον τῷ ἄνθρωποι, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 571· τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, μικρὰ βοσκήματα, δηλ. πρόβατα καὶ αἶγες, «γιδοπρόβατα», Ἡρόδ. 1. 133., 8. 137· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ([[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς Τραγικ.) σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ προβάτων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 714, Θουκ. 2. 14, κτλ.· [[ὥσπερ]] [[πρόβατον]], βῆ βῆ λέγων βαδίζει Κρατῖνος ἔνθ’ ἀνωτ.: ― [[καθόλου]], ἐσφαγμένα ζῷα [[εἴτε]] πρὸς θυσίας, Λατ. victimae, Ἡρόδ. 6. 56· [[εἴτε]] πρὸς τροφήν, ὁ αὐτ. 1. 207· πρβλ. Ἀντιφῶντα 133. 2. 2) παροιμ., ἐπὶ νωθρῶν καὶ ὀκνηρῶν ἀνθρώπων, ἢ κατὰ τὸν Σουΐδ. «ἐπὶ τῶν μωρῶν καὶ ἀνοήτων», ἀριθμός, πρόβατ’ ἄλλως Ἀριστοφ. Νεφ. 1203, πρβλ. Σφ. 32· [[οὕτως]], προβατίου [[βίος]], δηλ. [[βίος]] [[ὀκνηρός]], [[ἀργός]], Ἀριστοφ. Πλ. 922· καὶ παρὰ Σώφρονι 96 Ahr. εὑρίσκομεν κωμικὸν συγκριτ., προβάτου προβάτερον, μωρότερον προβάτου· [[ὡσαύτως]], τοὺς γευομένους κύνας τῶν προβάτων φασὶ [[δεῖν]] κατακόπτειν Δημ. 782. 15· [[λέων]] ἐν προβάτοις Πλουτ. Κλεομ. 33, πρβλ. Πολύβ. 5. 35, 13. ΙΙ. [[ὄνομα]] θαλασσίου ἰχθύος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 146, Αἰλ. π. Ζ. 9. 38. | |lstext='''πρόβᾰτον''': τό, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. πρόβατα, ἀλλὰ [[συχνάκις]] καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, Πλάτ. Εὐθύδ. 302Α, Κρατῖνος ἐν «Διονυσαλεξάνδρῳ» 5, κτλ.)· ἑτερόκλ. δοτικ. πρόβασι, Ἀρκάδ. 138, «πρόβασι· βοσκήμασι» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ.· ― [[κυρίως]], πᾶν τὸ βαδίζον ἢ βαῖνον πρὸς τὰ ἐμπρὸς (πᾶν ὅ,τι προβαίνει), ἐν χρήσει (παρὰ τοῖς Ἴωσι καὶ τοῖς Δωριεῦσιν) ἐπὶ παντὸς τετραπόδου βοσκήματος, Ἡρόδ. 2. 41, πρβλ. Σιμωνίδ. 249· ἐπὶ ἵππων, Ἡρόδ. 4. 61, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 182-3· παρ’ Ὁμήρῳ [[καθόλου]], ἐπὶ βοσκημάτων, ποιμνίων τε καὶ ἀγελῶν, Ἰλ. Ξ. 124, Ψ. 550, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 556, Ἡρόδ. 1. 203· ἀντίθετον τῷ ἄνθρωποι, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 571· τὰ λεπτὰ τῶν προβάτων, μικρὰ βοσκήματα, δηλ. πρόβατα καὶ αἶγες, «γιδοπρόβατα», Ἡρόδ. 1. 133., 8. 137· ἀλλὰ παρ’ Ἀττ. ([[οὐδαμοῦ]] παρὰ τοῖς Τραγικ.) σχεδὸν ἀείποτε ἐπὶ προβάτων, Ἀριστοφ. Ὄρν. 714, Θουκ. 2. 14, κτλ.· [[ὥσπερ]] [[πρόβατον]], βῆ βῆ λέγων βαδίζει Κρατῖνος ἔνθ’ ἀνωτ.: ― [[καθόλου]], ἐσφαγμένα ζῷα [[εἴτε]] πρὸς θυσίας, Λατ. victimae, Ἡρόδ. 6. 56· [[εἴτε]] πρὸς τροφήν, ὁ αὐτ. 1. 207· πρβλ. Ἀντιφῶντα 133. 2. 2) παροιμ., ἐπὶ νωθρῶν καὶ ὀκνηρῶν ἀνθρώπων, ἢ κατὰ τὸν Σουΐδ. «ἐπὶ τῶν μωρῶν καὶ ἀνοήτων», ἀριθμός, πρόβατ’ ἄλλως Ἀριστοφ. Νεφ. 1203, πρβλ. Σφ. 32· [[οὕτως]], προβατίου [[βίος]], δηλ. [[βίος]] [[ὀκνηρός]], [[ἀργός]], Ἀριστοφ. Πλ. 922· καὶ παρὰ Σώφρονι 96 Ahr. εὑρίσκομεν κωμικὸν συγκριτ., προβάτου προβάτερον, μωρότερον προβάτου· [[ὡσαύτως]], τοὺς γευομένους κύνας τῶν προβάτων φασὶ [[δεῖν]] κατακόπτειν Δημ. 782. 15· [[λέων]] ἐν προβάτοις Πλουτ. Κλεομ. 33, πρβλ. Πολύβ. 5. 35, 13. ΙΙ. [[ὄνομα]] θαλασσίου ἰχθύος, Ὀππ. Ἁλ. 1. 146, Αἰλ. π. Ζ. 9. 38. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |