πτωχόμουσος: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0813.png Seite 813]] ὁ, ein Betteldichter, [[κόλαξ]], Gorgias bei Arist. rhet. 3, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0813.png Seite 813]] ὁ, ein Betteldichter, [[κόλαξ]], Gorgias bei Arist. rhet. 3, 3.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />ingénieux pour mendier.<br />'''Étymologie:''' [[πτωχός]], [[μοῦσα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πτωχόμουσος''': -ον, ὁ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 3. 1 μνημονεύει τὴν φράσιν, πτ. [[κόλαξ]] ἐκ τοῦ Γοργίου χαρακτηρίζων αὐτὴν ὡς ψυχράν· ἡ [[σημασία]] ἀμφίβ.· [[ἴσως]], ὁ ζῶν (ἢ [[μᾶλλον]] πεινῶν, λιμώττων) ἐκ τῆς εὐφυΐας του.
|lstext='''πτωχόμουσος''': -ον, ὁ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 3. 1 μνημονεύει τὴν φράσιν, πτ. [[κόλαξ]] ἐκ τοῦ Γοργίου χαρακτηρίζων αὐτὴν ὡς ψυχράν· ἡ [[σημασία]] ἀμφίβ.· [[ἴσως]], ὁ ζῶν (ἢ [[μᾶλλον]] πεινῶν, λιμώττων) ἐκ τῆς εὐφυΐας του.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />ingénieux pour mendier.<br />'''Étymologie:''' [[πτωχός]], [[μοῦσα]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωχόμουσος Medium diacritics: πτωχόμουσος Low diacritics: πτωχόμουσος Capitals: ΠΤΩΧΟΜΟΥΣΟΣ
Transliteration A: ptōchómousos Transliteration B: ptōchomousos Transliteration C: ptochomousos Beta Code: ptwxo/mousos

English (LSJ)

ον, living (or rather starving) by his wits, κόλαξ Gorg.Fr.15 (πτωχομουσοκόλακας cj. Vahlen).

German (Pape)

[Seite 813] ὁ, ein Betteldichter, κόλαξ, Gorgias bei Arist. rhet. 3, 3.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
ingénieux pour mendier.
Étymologie: πτωχός, μοῦσα.

Greek (Liddell-Scott)

πτωχόμουσος: -ον, ὁ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 3. 1 μνημονεύει τὴν φράσιν, πτ. κόλαξ ἐκ τοῦ Γοργίου χαρακτηρίζων αὐτὴν ὡς ψυχράν· ἡ σημασία ἀμφίβ.· ἴσως, ὁ ζῶν (ἢ μᾶλλον πεινῶν, λιμώττων) ἐκ τῆς εὐφυΐας του.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει φυσικά πνευματικά χαρίσματα αλλά είναι φτωχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + μοῦσα (πρβλ. κακό-μουσος)].

Greek Monotonic

πτωχόμουσος: ὁ, ζητιάνος ποιητής, σε Γοργία παρ' Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πτωχόμουσος: искусно просящий подаяния (κόλαξ Gorgias ap. Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτωχόμουσος -ον [πτωχός, μοῦσα] ‘bedelmuze’ Gorg. B 15 =. Aristot. Rh. 1405b38.

Middle Liddell

πτωχό-μουσος, ὁ,
a beggar-poet, Gorg. ap. Arist.