σαμφόρας: Difference between revisions
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] ὁ, ein Pferd, das als Zeichen der Race ein eingebranntes σάν od. [[σίγμα]] trägt, Ar. Equ. 601 Nubb. 123. 1280. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] ὁ, ein Pferd, das als Zeichen der Race ein eingebranntes σάν od. [[σίγμα]] trägt, Ar. Equ. 601 Nubb. 123. 1280. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />cheval marqué à la cuisse de la lettre σαν (C).<br />'''Étymologie:''' [[σάν]], [[φέρω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σαμφόρας''': -ου, ὁ, ([[φέρω]]) [[ἵππος]] φέρων [[στίγμα]] παριστάνον τὸ [[ἀρχαῖον]] [[γράμμα]] σὰν (ἴδε ὑπὸ τὸ [[στοιχεῖον]] Σσ Β. 4), οὐκ ἐλᾷς, ὦ σαμφόρα; Ἀριστοφ. Ἱππ. 693, Νεφ. 122, 1298· πρβλ. [[κοππατίας]], καὶ Εὐστ. 785, Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 531. | |lstext='''σαμφόρας''': -ου, ὁ, ([[φέρω]]) [[ἵππος]] φέρων [[στίγμα]] παριστάνον τὸ [[ἀρχαῖον]] [[γράμμα]] σὰν (ἴδε ὑπὸ τὸ [[στοιχεῖον]] Σσ Β. 4), οὐκ ἐλᾷς, ὦ σαμφόρα; Ἀριστοφ. Ἱππ. 693, Νεφ. 122, 1298· πρβλ. [[κοππατίας]], καὶ Εὐστ. 785, Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 531. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:56, 2 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, (φέρω) horse branded with the letter σάν (v. Σ ς B. 2), Ar.Eq.603, Nu.122,1298, Eust.785.30.
German (Pape)
[Seite 860] ὁ, ein Pferd, das als Zeichen der Race ein eingebranntes σάν od. σίγμα trägt, Ar. Equ. 601 Nubb. 123. 1280.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cheval marqué à la cuisse de la lettre σαν (C).
Étymologie: σάν, φέρω.
Greek (Liddell-Scott)
σαμφόρας: -ου, ὁ, (φέρω) ἵππος φέρων στίγμα παριστάνον τὸ ἀρχαῖον γράμμα σὰν (ἴδε ὑπὸ τὸ στοιχεῖον Σσ Β. 4), οὐκ ἐλᾷς, ὦ σαμφόρα; Ἀριστοφ. Ἱππ. 693, Νεφ. 122, 1298· πρβλ. κοππατίας, καὶ Εὐστ. 785, Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 531.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
ίππος που φέρει στα ισχία του το γράμμα σίγμα τυπωμένο με πυρωμένο εργαλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάν, δωρ. ονομ. του γράμματος σίγμα + -φόρᾱς (< φέρω), πρβλ. πελτο-φόρας].
Greek Monotonic
σαμφόρας: -ου, ὁ (φέρω), άλογο που έχει μαρκαριστεί στο μηρό με το γράμμα σάν (βλ. Σ, σ), σε Αριστοφ.· πρβλ. κοππατίας.
Russian (Dvoretsky)
σαμφόρας: ου ὁ конь с С-образным тавром Arph.