σαμφόρας: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] ὁ, ein Pferd, das als Zeichen der Race ein eingebranntes σάν od. [[σίγμα]] trägt, Ar. Equ. 601 Nubb. 123. 1280.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] ὁ, ein Pferd, das als Zeichen der Race ein eingebranntes σάν od. [[σίγμα]] trägt, Ar. Equ. 601 Nubb. 123. 1280.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />cheval marqué à la cuisse de la lettre σαν (C).<br />'''Étymologie:''' [[σάν]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σαμφόρας''': -ου, ὁ, ([[φέρω]]) [[ἵππος]] φέρων [[στίγμα]] παριστάνον τὸ [[ἀρχαῖον]] [[γράμμα]] σὰν (ἴδε ὑπὸ τὸ [[στοιχεῖον]] Σσ Β. 4), οὐκ ἐλᾷς, ὦ σαμφόρα; Ἀριστοφ. Ἱππ. 693, Νεφ. 122, 1298· πρβλ. [[κοππατίας]], καὶ Εὐστ. 785, Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 531.
|lstext='''σαμφόρας''': -ου, ὁ, ([[φέρω]]) [[ἵππος]] φέρων [[στίγμα]] παριστάνον τὸ [[ἀρχαῖον]] [[γράμμα]] σὰν (ἴδε ὑπὸ τὸ [[στοιχεῖον]] Σσ Β. 4), οὐκ ἐλᾷς, ὦ σαμφόρα; Ἀριστοφ. Ἱππ. 693, Νεφ. 122, 1298· πρβλ. [[κοππατίας]], καὶ Εὐστ. 785, Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 531.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />cheval marqué à la cuisse de la lettre σαν (C).<br />'''Étymologie:''' [[σάν]], [[φέρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:56, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαμφόρας Medium diacritics: σαμφόρας Low diacritics: σαμφόρας Capitals: ΣΑΜΦΟΡΑΣ
Transliteration A: samphóras Transliteration B: samphoras Transliteration C: samforas Beta Code: samfo/ras

English (LSJ)

ου, ὁ, (φέρω) horse branded with the letter σάν (v. Σ ς B. 2), Ar.Eq.603, Nu.122,1298, Eust.785.30.

German (Pape)

[Seite 860] ὁ, ein Pferd, das als Zeichen der Race ein eingebranntes σάν od. σίγμα trägt, Ar. Equ. 601 Nubb. 123. 1280.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cheval marqué à la cuisse de la lettre σαν (C).
Étymologie: σάν, φέρω.

Greek (Liddell-Scott)

σαμφόρας: -ου, ὁ, (φέρω) ἵππος φέρων στίγμα παριστάνον τὸ ἀρχαῖον γράμμα σὰν (ἴδε ὑπὸ τὸ στοιχεῖον Σσ Β. 4), οὐκ ἐλᾷς, ὦ σαμφόρα; Ἀριστοφ. Ἱππ. 693, Νεφ. 122, 1298· πρβλ. κοππατίας, καὶ Εὐστ. 785, Ἡσύχ. - Ἴδε Κόντου Φιλολογ. σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 531.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
ίππος που φέρει στα ισχία του το γράμμα σίγμα τυπωμένο με πυρωμένο εργαλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάν, δωρ. ονομ. του γράμματος σίγμα + -φόρᾱς (< φέρω), πρβλ. πελτο-φόρας].

Greek Monotonic

σαμφόρας: -ου, ὁ (φέρω), άλογο που έχει μαρκαριστεί στο μηρό με το γράμμα σάν (βλ. Σ, σ), σε Αριστοφ.· πρβλ. κοππατίας.

Russian (Dvoretsky)

σαμφόρας: ου ὁ конь с С-образным тавром Arph.