στεφανηπλόκος: Difference between revisions
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0939.png Seite 939]] Kränze flechtend, Theophr., Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0939.png Seite 939]] Kränze flechtend, Theophr., Plut. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui tresse des couronnes.<br />'''Étymologie:''' [[στεφάνη]], [[πλέκω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στεφᾰνηπλόκος''': -ον, ὁ πλέκων στεφάνους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1, Πλούτ. 2. 645F· [[ὡσαύτως]] στεφανοπλόκος, Παρμεν. παρ’ Ἀθην. 608Α· - ἀλλ’ ἐν ἅπασι τοῖς συνθέτοις τούτοις ὁ διὰ τοῦ η [[τύπος]] [[εἶναι]] ὁ ἄριστος, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 650. | |lstext='''στεφᾰνηπλόκος''': -ον, ὁ πλέκων στεφάνους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1, Πλούτ. 2. 645F· [[ὡσαύτως]] στεφανοπλόκος, Παρμεν. παρ’ Ἀθην. 608Α· - ἀλλ’ ἐν ἅπασι τοῖς συνθέτοις τούτοις ὁ διὰ τοῦ η [[τύπος]] [[εἶναι]] ὁ ἄριστος, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 650. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:00, 2 October 2022
English (LSJ)
(parox.), ὁ, ἡ, Dor. στεφᾰνᾱπλ- Rev.Arch.22 (1925).63 (Callatis):—plaiter of wreaths, Thphr.HP6.8.1, BGU1528.1 (Ptolemaic), Plu.2.645f; also στεφανοπλόκος, Parmenio ap.Ath.13.608a, Dsc.3.75, 4.71, PLond. 1.125.35 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 939] Kränze flechtend, Theophr., Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tresse des couronnes.
Étymologie: στεφάνη, πλέκω.
Greek (Liddell-Scott)
στεφᾰνηπλόκος: -ον, ὁ πλέκων στεφάνους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1, Πλούτ. 2. 645F· ὡσαύτως στεφανοπλόκος, Παρμεν. παρ’ Ἀθην. 608Α· - ἀλλ’ ἐν ἅπασι τοῖς συνθέτοις τούτοις ὁ διὰ τοῦ η τύπος εἶναι ὁ ἄριστος, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 650.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. στεφαναπλόκος και στεφανοπλόκος, ὁ, ἡ, Α
τεχνίτης που έπλεκε στεφάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολοπλόκος. Το -η- του τ. για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
στεφᾰνηπλόκος: -ον (πλέκω), αυτός που πλέκει καλάθια, καλαθοπλέκτης, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
στεφᾰνηπλόκος: сплетающий венки Plut.