στομαλίμνη: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0947.png Seite 947]] ἡ. wie λιμνοθάλαττα, das ausgetretene. Buchten odcr Seen bildende Meerwasser, Binnensee, aestuarium, Strab. 4, 1, 8. In seiner ersten Ausgabe hatte Aristarch Iliad. 6, 4 das Wort, s. Sengebusch Hom. diss. 1 p. 27 sq.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0947.png Seite 947]] ἡ. wie λιμνοθάλαττα, das ausgetretene. Buchten odcr Seen bildende Meerwasser, Binnensee, aestuarium, Strab. 4, 1, 8. In seiner ersten Ausgabe hatte Aristarch Iliad. 6, 4 das Wort, s. Sengebusch Hom. diss. 1 p. 27 sq.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> lac <i>ou</i> étang formé par les eaux de la mer, lagune;<br /><b>2</b> lac formé par un fleuve à son embouchure, estuaire.<br />'''Étymologie:''' [[στόμα]], [[λίμνη]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στομᾰλίμνη''': ἡ, ὡς τὸ λιμνοθάλαττα, [[λίμνη]] ἐκ θαλασσίου ὕδατος, [[λίμνη]] παρὰ τὴν παραλίαν, [[ἰχθυοτροφεῖον]], Στράβ. 184, 595· ὑπῆρχε παλαιά τις γραφὴ ἐν Ἰλ. Ζ. 4, μεσσηγὺς ποταμοῖο Σκαμάνδρου καὶ στομαλίμνης, ἴδε Σχόλ. Ἑνετ.· - ὁ [[τύπος]] στομάλιμνον, τό, ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 4. 23.
|lstext='''στομᾰλίμνη''': ἡ, ὡς τὸ λιμνοθάλαττα, [[λίμνη]] ἐκ θαλασσίου ὕδατος, [[λίμνη]] παρὰ τὴν παραλίαν, [[ἰχθυοτροφεῖον]], Στράβ. 184, 595· ὑπῆρχε παλαιά τις γραφὴ ἐν Ἰλ. Ζ. 4, μεσσηγὺς ποταμοῖο Σκαμάνδρου καὶ στομαλίμνης, ἴδε Σχόλ. Ἑνετ.· - ὁ [[τύπος]] στομάλιμνον, τό, ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 4. 23.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> lac <i>ou</i> étang formé par les eaux de la mer, lagune;<br /><b>2</b> lac formé par un fleuve à son embouchure, estuaire.<br />'''Étymologie:''' [[στόμα]], [[λίμνη]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:08, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομᾰλίμνη Medium diacritics: στομαλίμνη Low diacritics: στομαλίμνη Capitals: ΣΤΟΜΑΛΙΜΝΗ
Transliteration A: stomalímnē Transliteration B: stomalimnē Transliteration C: stomalimni Beta Code: stomali/mnh

English (LSJ)

ἡ, like λιμνοθάλαττα, salt-water lake, lagoon, Str.4.1.8, 13.1.31; μεσσηγὺς ποταμοῖο Σκαμάνδρου καὶ στομαλίμνης v.l. (ap. Sch.) in Il.6.4.

German (Pape)

[Seite 947] ἡ. wie λιμνοθάλαττα, das ausgetretene. Buchten odcr Seen bildende Meerwasser, Binnensee, aestuarium, Strab. 4, 1, 8. In seiner ersten Ausgabe hatte Aristarch Iliad. 6, 4 das Wort, s. Sengebusch Hom. diss. 1 p. 27 sq.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 lac ou étang formé par les eaux de la mer, lagune;
2 lac formé par un fleuve à son embouchure, estuaire.
Étymologie: στόμα, λίμνη.

Greek (Liddell-Scott)

στομᾰλίμνη: ἡ, ὡς τὸ λιμνοθάλαττα, λίμνη ἐκ θαλασσίου ὕδατος, λίμνη παρὰ τὴν παραλίαν, ἰχθυοτροφεῖον, Στράβ. 184, 595· ὑπῆρχε παλαιά τις γραφὴ ἐν Ἰλ. Ζ. 4, μεσσηγὺς ποταμοῖο Σκαμάνδρου καὶ στομαλίμνης, ἴδε Σχόλ. Ἑνετ.· - ὁ τύπος στομάλιμνον, τό, ἀπαντᾷ παρὰ Θεοκρ. 4. 23.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
έκταση με ήρεμο, σχεδόν λιμνάζον νερό, που με δίοδο επικοινωνεί με θάλασσα, με λίμνη ή με ποταμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + λίμνη.

Greek Monotonic

στομᾰλίμνη: ἡ, λίμνη που έχει αλμυρό νερό καθώς τα ύδατά της συγκοινωνούν με τα θαλάσσια, κόλπος, σε Στράβ.· ομοίως στομάλιμνον, τό, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

στομᾰ-λίμνη, ἡ,
a salt-water lake, estuary, Strab.: so, στομάλιμνον, ου, τό, Theocr.