φοιτητής: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1297.png Seite 1297]] ὁ, 1) der öfters Hingehende, Kommende, bes. der Schüler, Lehrling, Plat. Alc. I, 109 d Euthyd. 295 d u. öfter; vgl. B. A. 71. 116. – 2) als adj. = [[φοιταλέος]], [[ταρσός]], [[οἶστρος]], Nonn. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1297.png Seite 1297]] ὁ, 1) der öfters Hingehende, Kommende, bes. der Schüler, Lehrling, Plat. Alc. I, 109 d Euthyd. 295 d u. öfter; vgl. B. A. 71. 116. – 2) als adj. = [[φοιταλέος]], [[ταρσός]], [[οἶστρος]], Nonn. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />écolier.<br />'''Étymologie:''' [[φοιτάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φοιτητής''': -οῦ, ὁ, ὁ συνεχῶς φοιτῶν που, ὁ συχνάζων εἴς τινα τόπον· ἰδίως μηθητής, Πλάτ. Πολ. 563Α, Εὐθύδ. 295D, Ἀλκ. 1. 1090, Νόμ. 779D· ἴδε ἐν λέξ. [[φοιτάω]] Ι. 5· ― [[φοιτητής]], συμφοιτητὴς ἦσαν Ἀττικώτερα ἀντὶ τοῦ συνήθους [[μαθητής]], ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 400. | |lstext='''φοιτητής''': -οῦ, ὁ, ὁ συνεχῶς φοιτῶν που, ὁ συχνάζων εἴς τινα τόπον· ἰδίως μηθητής, Πλάτ. Πολ. 563Α, Εὐθύδ. 295D, Ἀλκ. 1. 1090, Νόμ. 779D· ἴδε ἐν λέξ. [[φοιτάω]] Ι. 5· ― [[φοιτητής]], συμφοιτητὴς ἦσαν Ἀττικώτερα ἀντὶ τοῦ συνήθους [[μαθητής]], ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 400. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:39, 2 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, one who regularly goes or comes; esp. disciple, student, pupil, Pl.R.563a, Euthd.295d, Alc.1.109d, Lg.779d, Phld.Acad.Ind. p.17M., AP7.122 (D.L.).
German (Pape)
[Seite 1297] ὁ, 1) der öfters Hingehende, Kommende, bes. der Schüler, Lehrling, Plat. Alc. I, 109 d Euthyd. 295 d u. öfter; vgl. B. A. 71. 116. – 2) als adj. = φοιταλέος, ταρσός, οἶστρος, Nonn.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
écolier.
Étymologie: φοιτάω.
Greek (Liddell-Scott)
φοιτητής: -οῦ, ὁ, ὁ συνεχῶς φοιτῶν που, ὁ συχνάζων εἴς τινα τόπον· ἰδίως μηθητής, Πλάτ. Πολ. 563Α, Εὐθύδ. 295D, Ἀλκ. 1. 1090, Νόμ. 779D· ἴδε ἐν λέξ. φοιτάω Ι. 5· ― φοιτητής, συμφοιτητὴς ἦσαν Ἀττικώτερα ἀντὶ τοῦ συνήθους μαθητής, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 400.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, θηλ. φοιτήτρια Ν φοιτῶ
νεοελλ.
σπουδαστής ανώτατου ή ανώτερου εκπαιδευτικού ιδρύματος
μσν.-αρχ.
αυτός που συχνάζει κάπου, ιδίως ως μαθητευόμενος («φοιτηταὶ... διδασκάλων ὀλιγωροῦσιν», Πλάτ.).
Greek Monotonic
φοιτητής: -οῦ, ὁ (φοιτάω I. 4.), φοιτητής, μαθητής, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
φοιτητής: οῦ ὁ школьник, ученик Plat.
Middle Liddell
φοιτητής, οῦ, ὁ, φοιτάω 1. 4]
a scholar, pupil, Plat.