ἀνερμάτιστος: Difference between revisions
κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → it's better to keep silence than to speak without reason (Menander)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0226.png Seite 226]] nicht mit Ballast beschwert, πλοῖα Plat. Theaet. 144 a; [[τράπεζα]], unbesetzt, Plut. Symp. 7, 4, 6. Dah. schwankend, unbeständig, Plut. u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0226.png Seite 226]] nicht mit Ballast beschwert, πλοῖα Plat. Theaet. 144 a; [[τράπεζα]], unbesetzt, Plut. Symp. 7, 4, 6. Dah. schwankend, unbeständig, Plut. u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui n’a pas d'aplomb, d'assiette.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἑρματίζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνερμάτιστος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἕρματος, [[ἤτοι]] «σαβούρας», [[ὥσπερ]] τὰ ἀν. πλοῖα Πλάτ. Θεαίτ. 144Α. 2) μεταφ., ἀν. [[τράπεζα]], κενή, Πλούτ. 2. 704Β· μεταφ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, [[μετέωρος]], ἄστατος, [[αὐτόθι]] 501D, «[[κοῦφος]] τὴν διάνοιαν» Πολυδ. Ε΄, 121, - «[[ἀνερμάτιστος]] [[ναῦς]]· κούφη σαβούρας» Ἡσύχ. - Ρουγκ. Λογγῖν. 2. 2. - Ἐπίρρ. -στως Δίδ. Ἀλεξ. σ. 1713, ἔκδ. Μί. | |lstext='''ἀνερμάτιστος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] ἕρματος, [[ἤτοι]] «σαβούρας», [[ὥσπερ]] τὰ ἀν. πλοῖα Πλάτ. Θεαίτ. 144Α. 2) μεταφ., ἀν. [[τράπεζα]], κενή, Πλούτ. 2. 704Β· μεταφ., [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, [[μετέωρος]], ἄστατος, [[αὐτόθι]] 501D, «[[κοῦφος]] τὴν διάνοιαν» Πολυδ. Ε΄, 121, - «[[ἀνερμάτιστος]] [[ναῦς]]· κούφη σαβούρας» Ἡσύχ. - Ρουγκ. Λογγῖν. 2. 2. - Ἐπίρρ. -στως Δίδ. Ἀλεξ. σ. 1713, ἔκδ. Μί. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, A without ballast, ὥσπερ τὰ ἀ. πλοῖα Pl.Tht.144a; unstable, Olymp.in Mete.147.4, cf. Gal.UP2.14. 2 metaph., ἀ. τράπεζα an empty table, Plu.2.704b; unstable, εἶδος Dam.Pr.413; also of persons, without ballast, Ph.2.451, Plu.2.501d, Plot.1.8.8; ἀ. ἐαθέντα τὰ μεγάλα Longin.2.2.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene lastre πλοῖα Pl.Tht.144a, cf. Hsch.
•inestable, movedizo ὁ Τάρταρος Olymp.in Mete.147.4.
2 fig. de pers. inseguro, sin principios Plu.2.501d, Plot.1.8.8
•inestable τὰ μεγάλα Longin.2.2, εἶδος Dam.Pr.413.
3 fig. vacío τράπεζα Plu.2.704b.
German (Pape)
[Seite 226] nicht mit Ballast beschwert, πλοῖα Plat. Theaet. 144 a; τράπεζα, unbesetzt, Plut. Symp. 7, 4, 6. Dah. schwankend, unbeständig, Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’a pas d'aplomb, d'assiette.
Étymologie: ἀ, ἑρματίζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνερμάτιστος: -ον, ὁ ἄνευ ἕρματος, ἤτοι «σαβούρας», ὥσπερ τὰ ἀν. πλοῖα Πλάτ. Θεαίτ. 144Α. 2) μεταφ., ἀν. τράπεζα, κενή, Πλούτ. 2. 704Β· μεταφ., ὡσαύτως ἐπὶ προσώπων, μετέωρος, ἄστατος, αὐτόθι 501D, «κοῦφος τὴν διάνοιαν» Πολυδ. Ε΄, 121, - «ἀνερμάτιστος ναῦς· κούφη σαβούρας» Ἡσύχ. - Ρουγκ. Λογγῖν. 2. 2. - Ἐπίρρ. -στως Δίδ. Ἀλεξ. σ. 1713, ἔκδ. Μί.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνερμάτιστος, -ον)
1. (για πλοία) χωρίς έρμα, σαβούρα
2. ο άστατος, ο αλλοπρόσαλλος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κατέχει καλά ένα θέμα, δεν έχει επιστημονική συγκρότηση
2. εκείνος που δεν έχει ηθικές αρχές και σταθερότητα
αρχ.
ο άδειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ερματίζω «τοποθετώ έρμα, υποστήριγμα»].
Russian (Dvoretsky)
ἀνερμάτιστος:
1) ненагруженный, порожний (πλοῖα Plat.);
2) ненакрытый, пустой (τράπεζα Plut.);
3) перен. неустойчивый, шаткий (ἄνθρωπος ἀκυβέρνητος καὶ ἀ. Plut.).