χαλαστικός: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1327.png Seite 1327]] zum Nachlassen, Abspannen, Erschlaffen gehörig, geschickt; S. Emp. pyrrh. 2, 240; Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1327.png Seite 1327]] zum Nachlassen, Abspannen, Erschlaffen gehörig, geschickt; S. Emp. pyrrh. 2, 240; Medic.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à relâcher, à détendre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[χαλάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰλαστικός''': -ή, -όν, ([[χαλάω]]) ὁ [[κατάλληλος]] πρὸς χαλάρωσιν ἢ ὁ ποιῶν τι χαλαρόν, μαλθακόν, [[ἔλαιον]] σωμάτων χ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 281, πρβλ. Πλούτ. 2. 658Ε. 2) ὁ ἐπιφέρων χάλασιν, χαλάρωσιν, Γαλην. 1. 86· ὁ χ. [[τρόπος]] τῆς ἐπιμελείας Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 240.
|lstext='''χᾰλαστικός''': -ή, -όν, ([[χαλάω]]) ὁ [[κατάλληλος]] πρὸς χαλάρωσιν ἢ ὁ ποιῶν τι χαλαρόν, μαλθακόν, [[ἔλαιον]] σωμάτων χ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 281, πρβλ. Πλούτ. 2. 658Ε. 2) ὁ ἐπιφέρων χάλασιν, χαλάρωσιν, Γαλην. 1. 86· ὁ χ. [[τρόπος]] τῆς ἐπιμελείας Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 240.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />propre à relâcher, à détendre, gén..<br />'''Étymologie:''' [[χαλάω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλαστικός Medium diacritics: χαλαστικός Low diacritics: χαλαστικός Capitals: ΧΑΛΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: chalastikós Transliteration B: chalastikos Transliteration C: chalastikos Beta Code: xalastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (χαλάω) A fit for slackening or making supple, ἔλαιον σωμάτων χ. Sch.Il.23.281, cf. Plu.2.658e. 2 laxative, Gal.Sect.Intr.7; ὁ χ. τρόπος τῆς ἐπιμελείας S.E.P.2.240.

German (Pape)

[Seite 1327] zum Nachlassen, Abspannen, Erschlaffen gehörig, geschickt; S. Emp. pyrrh. 2, 240; Medic.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à relâcher, à détendre, gén..
Étymologie: χαλάω.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλαστικός: -ή, -όν, (χαλάω) ὁ κατάλληλος πρὸς χαλάρωσιν ἢ ὁ ποιῶν τι χαλαρόν, μαλθακόν, ἔλαιον σωμάτων χ. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ψ. 281, πρβλ. Πλούτ. 2. 658Ε. 2) ὁ ἐπιφέρων χάλασιν, χαλάρωσιν, Γαλην. 1. 86· ὁ χ. τρόπος τῆς ἐπιμελείας Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 240.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α χαλῶ
1. αυτός που προκαλεί χαλάρωση, που ξεσφίγγει
2. μτφ. αυτός που προκαλεί μείωση της έντασης («ὁ χαλαστικὸς τρόπος τῆς ἐπιμελείας», Σέξτ. Εμπ.).

Russian (Dvoretsky)

χᾰλαστικός: расслабляющий Plut., Sext.