ἀδιάλλακτος: Difference between revisions
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[irreconciliable]] de pers. τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀδιάλλακτα ὑπάρχει no podemos reconciliarnos con vosotros</i> D.<i>Ep</i>.2.21, ἐχθρός D.8.43, 24.8, ἔχθρα Heraclit.<i>All</i>.54<br /><b class="num">•</b>de cosas [[que no da tregua]] πόλεμος D.Chr.38.17.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[irreconciliablemente]] ἀ. ... πρὸς ἡμᾶς ἔχειν D.H.6.56, cf. Plu.<i>Brut</i>.45. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[irreconciliable]] de pers. τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀδιάλλακτα ὑπάρχει no podemos reconciliarnos con vosotros</i> D.<i>Ep</i>.2.21, ἐχθρός D.8.43, 24.8, ἔχθρα Heraclit.<i>All</i>.54<br /><b class="num">•</b>de cosas [[que no da tregua]] πόλεμος D.Chr.38.17.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[irreconciliablemente]] ἀ. ... πρὸς ἡμᾶς ἔχειν D.H.6.56, cf. Plu.<i>Brut</i>.45. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />irréconciliable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[διαλλάσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀδιάλλακτος''': -ον, [[ὅστις]] δὲν διαλλάσσεται, [[ἀφιλίωτος]]· τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀδιάλλακτα ὑπάρχει, αἱ πρὸς ὑμᾶς σχέσεις μου δὲν ἐπιδέχονται φιλίωσιν, Δημ. 1472, 23: - Ἐπίρρ. ἀδιαλλάκτως ἔχειν [[πρός]] τινα, Διον. Ἁλ. 6. 56, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 45. | |lstext='''ἀδιάλλακτος''': -ον, [[ὅστις]] δὲν διαλλάσσεται, [[ἀφιλίωτος]]· τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀδιάλλακτα ὑπάρχει, αἱ πρὸς ὑμᾶς σχέσεις μου δὲν ἐπιδέχονται φιλίωσιν, Δημ. 1472, 23: - Ἐπίρρ. ἀδιαλλάκτως ἔχειν [[πρός]] τινα, Διον. Ἁλ. 6. 56, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 45. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀδιάλλακτος:''' [[непримиримый]] ([[ἐχθρός]] Dem.; [[ἡγεμών]], [[πόλεμος]] Plut.). | |elrutext='''ἀδιάλλακτος:''' [[непримиримый]] ([[ἐχθρός]] Dem.; [[ἡγεμών]], [[πόλεμος]] Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, irreconcilable, τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀ. ὑπάρχει my relation to you admits no reconciliation, D.Ep.2.21, cf.24.8, D.Chr.38.17, etc. Adv. -τως, ἔχειν πρός τινα D.H.6.56, cf. Plu.Brut.45.
Spanish (DGE)
-ον
1 irreconciliable de pers. τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀδιάλλακτα ὑπάρχει no podemos reconciliarnos con vosotros D.Ep.2.21, ἐχθρός D.8.43, 24.8, ἔχθρα Heraclit.All.54
•de cosas que no da tregua πόλεμος D.Chr.38.17.
2 adv. -ως irreconciliablemente ἀ. ... πρὸς ἡμᾶς ἔχειν D.H.6.56, cf. Plu.Brut.45.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
irréconciliable.
Étymologie: ἀ, διαλλάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάλλακτος: -ον, ὅστις δὲν διαλλάσσεται, ἀφιλίωτος· τὰ πρὸς ὑμᾶς ἀδιάλλακτα ὑπάρχει, αἱ πρὸς ὑμᾶς σχέσεις μου δὲν ἐπιδέχονται φιλίωσιν, Δημ. 1472, 23: - Ἐπίρρ. ἀδιαλλάκτως ἔχειν πρός τινα, Διον. Ἁλ. 6. 56, πρβλ. Πλουτ. Βροῦτ. 45.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιάλλακτος: непримиримый (ἐχθρός Dem.; ἡγεμών, πόλεμος Plut.).