ἀλκαία: Difference between revisions
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0099.png Seite 99]] ἡ, der Schweif des Löwen (Schol. Nic. Th. 123 [[κυρίως]] τοῦ λέοντος οὐρὰ [[ἀλκαία]] καλεῖται, ὅτι δι' αὐτῆς ἑαυτὸν ἐγείρει εἰς τὴν ἀλκήν), Ael. H. A. 5, 39. 16, 10. Bei Ap. Rh. 4, 1613 u. Nic. Th. 123 steht jetzt ὁλκαίη. Allgemeiner soll es Callim. frg. 317 gebraucht haben. Eigtl. fem. von | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0099.png Seite 99]] ἡ, der Schweif des Löwen (Schol. Nic. Th. 123 [[κυρίως]] τοῦ λέοντος οὐρὰ [[ἀλκαία]] καλεῖται, ὅτι δι' αὐτῆς ἑαυτὸν ἐγείρει εἰς τὴν ἀλκήν), Ael. H. A. 5, 39. 16, 10. Bei Ap. Rh. 4, 1613 u. Nic. Th. 123 steht jetzt ὁλκαίη. Allgemeiner soll es Callim. frg. 317 gebraucht haben. Eigtl. fem. von | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />queue d'un animal robuste.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλκαῖος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλκαία''': ἡ, ἡ οὐρὰ τοῦ λέοντος, Αἰλ. περὶ Ζ. 5. 39., Ὀππ. Ἁ. 5. 264· πρβλ. [[ὁλκαία]]. | |lstext='''ἀλκαία''': ἡ, ἡ οὐρὰ τοῦ λέοντος, Αἰλ. περὶ Ζ. 5. 39., Ὀππ. Ἁ. 5. 264· πρβλ. [[ὁλκαία]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀλκαία]], η (AM)<br />[[ουρά]] ζώου και ειδικότερα του λιονταριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του επιθ. <i>ἀλκαίος</i> «[[δυνατός]], [[ισχυρός]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλκή]]), που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό]. | |mltxt=[[ἀλκαία]], η (AM)<br />[[ουρά]] ζώου και ειδικότερα του λιονταριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του επιθ. <i>ἀλκαίος</i> «[[δυνατός]], [[ισχυρός]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἀλκή]]), που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:53, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ A tail, especially of lion, Ael.NA5.39, Sch.A.R.4.1614; generally, Com.ib.cit., Call.Fr.317, Opp.H.5.264. II vervain mallow, Malva moschata, Dsc.3.1476:—also ἀλκαῖον, τό, Hsch.
German (Pape)
[Seite 99] ἡ, der Schweif des Löwen (Schol. Nic. Th. 123 κυρίως τοῦ λέοντος οὐρὰ ἀλκαία καλεῖται, ὅτι δι' αὐτῆς ἑαυτὸν ἐγείρει εἰς τὴν ἀλκήν), Ael. H. A. 5, 39. 16, 10. Bei Ap. Rh. 4, 1613 u. Nic. Th. 123 steht jetzt ὁλκαίη. Allgemeiner soll es Callim. frg. 317 gebraucht haben. Eigtl. fem. von
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
queue d'un animal robuste.
Étymologie: ἀλκαῖος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλκαία: ἡ, ἡ οὐρὰ τοῦ λέοντος, Αἰλ. περὶ Ζ. 5. 39., Ὀππ. Ἁ. 5. 264· πρβλ. ὁλκαία.
Greek Monolingual
ἀλκαία, η (AM)
ουρά ζώου και ειδικότερα του λιονταριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του επιθ. ἀλκαίος «δυνατός, ισχυρός» (< ἀλκή), που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό].