ἀμείλιχος: Difference between revisions

From LSJ

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0120.png Seite 120]] nicht sanft; rauh, hart, grausam; Hom. dreimal, Iliad. 9, 158 [[Ἀίδης]] τοι [[ἀμείλιχος]] ἠδ' [[ἀδάμαστος]], 572 ἐρινύς, ἀμείλιχον [[ἦτορ]] ἔχουσα, 24, 734 ἀθλεύων πρὸ ἄνακτος ἀμειλίχου; – Pind. [[στρατός]] P. 6, 12; [[κότος]] P. 8, 8; [[πόνος]] Aesch. Ch. 614; βία Sol. 14; Anthol.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0120.png Seite 120]] nicht sanft; rauh, hart, grausam; Hom. dreimal, Iliad. 9, 158 [[Ἀίδης]] τοι [[ἀμείλιχος]] ἠδ' [[ἀδάμαστος]], 572 ἐρινύς, ἀμείλιχον [[ἦτορ]] ἔχουσα, 24, 734 ἀθλεύων πρὸ ἄνακτος ἀμειλίχου; – Pind. [[στρατός]] P. 6, 12; [[κότος]] P. 8, 8; [[πόνος]] Aesch. Ch. 614; βία Sol. 14; Anthol.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non doux, amer, dur <i>en parl. d'Hadès ; en parl. de <i>pers.</i> ; de choses (cœur, souffrances, force, armée)</i> ; implacable, incessant LSJ.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μειλίσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμείλῐχος''': -ον, ([[μειλίσσω]]) = [[ἀδυσώπητος]], [[ἄκαμπτος]], [[ἀνεξίλαστος]] [[Ἀΐδης]] Ἰλ. Ι.158· [[ἦτορ]] [[αὐτόθι]] 572· βία Σόλων 32· [[στρατός]], [[κότος]] Πινδ. Π. 6.11., 8.10: - [[τύπος]] τις ἀμειλίχιος ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἐπιγράμμ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3344b. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμετρίαστος, [[πόνος]] Αἰσχύλ. Χο. 623. ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν Συλλ. Ἐπιγρ. 6860b.
|lstext='''ἀμείλῐχος''': -ον, ([[μειλίσσω]]) = [[ἀδυσώπητος]], [[ἄκαμπτος]], [[ἀνεξίλαστος]] [[Ἀΐδης]] Ἰλ. Ι.158· [[ἦτορ]] [[αὐτόθι]] 572· βία Σόλων 32· [[στρατός]], [[κότος]] Πινδ. Π. 6.11., 8.10: - [[τύπος]] τις ἀμειλίχιος ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἐπιγράμμ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3344b. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμετρίαστος, [[πόνος]] Αἰσχύλ. Χο. 623. ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν Συλλ. Ἐπιγρ. 6860b.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non doux, amer, dur <i>en parl. d'Hadès ; en parl. de <i>pers.</i> ; de choses (cœur, souffrances, force, armée)</i> ; implacable, incessant LSJ.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μειλίσσω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 11:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμείλῐχος Medium diacritics: ἀμείλιχος Low diacritics: αμείλιχος Capitals: ΑΜΕΙΛΙΧΟΣ
Transliteration A: ameílichos Transliteration B: ameilichos Transliteration C: ameilichos Beta Code: a)mei/lixos

English (LSJ)

ον,
A implacable, relentless, Ἀΐδης Il.9.158; ἦτορ ib.572; βία Sol.32; στρατός (of rain), κότος, Pi.P.6.12, 8.8:—a form ἀμειλίχιος occurs in Adv. ἀμειλιχίως Epigr.Gr.313 (Smyrna).
II of things, unmitigated, πόνοι A.Ch.623; ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν IG14.2461 (Massilia).

Spanish (DGE)

(ἀμείλῐχος) -ον
1 implacable, inexorable de pers. ἄναξ Il.24.734, Ἀΐδης Il.9.158, cf. Stesich.28.3S., de Eros, Plu.2.761f, Μοῖρα ISestos 58.1 (II a.C.), AP 7.560 (Paul.Sil.), cf. tb. στρατός Pi.P.6.12
ἦτορ Il.9.572, Hes.Fr.76.9, h.Hom.28.2
de abstr. βίη Sol.23.9, κότος Pi.P.8.8: πόντος h.Hom.33.8, Anacr.72.6, Musae.245
de un monstruo δεινὸς ὄφις καὶ ἀ. Hes.Fr.33(a).17.
2 desagradable ὄψις de Pan h.Pan.19.39, un tipo de mujer ἀμείλιχος δὲ πᾶσι Semon.8.35
cruel πόνο A.Ch.623, de los jóvenes ψυχὴν δὲ ἀμειδέες, ἀμείλιχοι Aret.SD 2.6.8, de las enfermedades y trabajos de la vida ταῦτα γὰρ ἐν ζωοῖσιν ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν IG 14.2461.8 (III a.C.), de un viaje por el Caspio τόσσος γὰρ πόρος ἐστὶν ἀ. hasta tal punto es difícil la travesía D.P.721.

German (Pape)

[Seite 120] nicht sanft; rauh, hart, grausam; Hom. dreimal, Iliad. 9, 158 Ἀίδης τοι ἀμείλιχος ἠδ' ἀδάμαστος, 572 ἐρινύς, ἀμείλιχον ἦτορ ἔχουσα, 24, 734 ἀθλεύων πρὸ ἄνακτος ἀμειλίχου; – Pind. στρατός P. 6, 12; κότος P. 8, 8; πόνος Aesch. Ch. 614; βία Sol. 14; Anthol.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non doux, amer, dur en parl. d'Hadès ; en parl. de pers. ; de choses (cœur, souffrances, force, armée) ; implacable, incessant LSJ.
Étymologie: , μειλίσσω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμείλῐχος: -ον, (μειλίσσω) = ἀδυσώπητος, ἄκαμπτος, ἀνεξίλαστος Ἀΐδης Ἰλ. Ι.158· ἦτορ αὐτόθι 572· βία Σόλων 32· στρατός, κότος Πινδ. Π. 6.11., 8.10: - τύπος τις ἀμειλίχιος ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἐπιγράμμ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3344b. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμετρίαστος, πόνος Αἰσχύλ. Χο. 623. ἀμείλιχα σάρκες ἔχουσιν Συλλ. Ἐπιγρ. 6860b.

English (Autenrieth)

ἀμείλικτος.

English (Slater)

ᾰμείλῐχος implacable χειμέριος ὄμβρος, ἔπακτος ἐλθὼν ἐριβρόμου νεφέλας στρατὸς ἀμείλιχος (P. 6.12) τὺ δ' ὁπόταν τις ἀμείλιχον καρδίᾳ κότον ἐνελάσῃ (P. 8.8)

Greek Monolingual

ἀμείλιχος, -ον (Α) μειλίσσω
1. αδυσώπητος, αμείλικτος
2. (για πράγματα) ακαταπράυντος, αμετρίαστος, ακατεύναστος.

Greek Monotonic

ἀμείλῐχος: -ον (μειλίσσω),
I.αδυσώπητος, άκαμπτος, αδιάλλακτος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. λέγεται για πράγματα, αμετρίαστος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμείλῐχος: Hom., Aesch., Pind., Plut. = ἀμείλικτος.

Middle Liddell

μειλίσσω
I. implacable, relentless, Il.
II. of things, unmitigated, Aesch.