ἀμοργίς: Difference between revisions
δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0128.png Seite 128]] ίδος, ἡ, seiner Flachs (auf der Insel Amorgos gebaut); [[ἄλοπος]] ἀμ. Ar. Lys. 735; B. A. 210 τοῦ καλάμου τῆς ἀνθήλης τὸ λεπτότατον, ἔοικε δὲ βυσσῷ, vgl. Suid.; auch ein daraus gewebtes Kleid, Poll. 7, 74, s. [[ἀμόργινος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0128.png Seite 128]] ίδος, ἡ, seiner Flachs (auf der Insel Amorgos gebaut); [[ἄλοπος]] ἀμ. Ar. Lys. 735; B. A. 210 τοῦ καλάμου τῆς ἀνθήλης τὸ λεπτότατον, ἔοικε δὲ βυσσῷ, vgl. Suid.; auch ein daraus gewebtes Kleid, Poll. 7, 74, s. [[ἀμόργινος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος<br /><i>adj. f.</i><br />de lin fin (de l'île d'Amorgos) <i>ou</i> de pourpre.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀμόργινος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμοργίς''': -ίδος, ἡ, [[λεπτὸν]] [[λίνον]] ἐκ τῆς νήσου Ἀμοργοῦ, ὁμοιάζον τῇ βύσσῳ (Ἁρποκρ.), πρβλ. καὶ Ἡσύχ.: [[ἄλοπος]] ἀμ., ἀκαθάριστος, μὴ ἀποχωρισθεῖσα ἔτι ἐκ τῆς καλάμης, Ἀρ. Λυσ. 736. ΙΙ. προπαροξ. ἄμοργις, εως, ἡ, = ἀμόργη, Ἀρκάδ. 29. 22, Σουΐδ. | |lstext='''ἀμοργίς''': -ίδος, ἡ, [[λεπτὸν]] [[λίνον]] ἐκ τῆς νήσου Ἀμοργοῦ, ὁμοιάζον τῇ βύσσῳ (Ἁρποκρ.), πρβλ. καὶ Ἡσύχ.: [[ἄλοπος]] ἀμ., ἀκαθάριστος, μὴ ἀποχωρισθεῖσα ἔτι ἐκ τῆς καλάμης, Ἀρ. Λυσ. 736. ΙΙ. προπαροξ. ἄμοργις, εως, ἡ, = ἀμόργη, Ἀρκάδ. 29. 22, Σουΐδ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:05, 2 October 2022
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A stalks of mallow (Malva silvestris), used like hemp or flax, ἄλοπος ἀ. Ar.Lys.735: acc. ἄμοργιν, v.l. ἀμοργίδα, ib.737. (Perh. from the pr. n. Ἀμοργός as place of growth.) II proparox. ἄμοργις, εως, ἡ, = ἀμόργη, Hdn.Gr.1.87.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Alolema(s): ἄμοργις Ar.Lys.735, 737, Sch.Ar.Lys.735
• Prosodia: [ᾰ-]
1 fibra de malva ἀ. ἄλοπος Ar.Lys.ll.cc. (c. alusión obs. al miembro viril), cf. Paus.Gr.α 93, EM 129.20G., Sch.Ar.Lys.735.
2 túnica hecha de la fibra de la malva Poll.7.74, Hsch.
3 ἀμοργίδα por ἀμολγίδα· ἐξεσβηκυῖαν τὸ γάλα que se ha quedado sin leche seguramente erróneo, Hsch.
German (Pape)
[Seite 128] ίδος, ἡ, seiner Flachs (auf der Insel Amorgos gebaut); ἄλοπος ἀμ. Ar. Lys. 735; B. A. 210 τοῦ καλάμου τῆς ἀνθήλης τὸ λεπτότατον, ἔοικε δὲ βυσσῷ, vgl. Suid.; auch ein daraus gewebtes Kleid, Poll. 7, 74, s. ἀμόργινος.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
de lin fin (de l'île d'Amorgos) ou de pourpre.
Étymologie: cf. ἀμόργινος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοργίς: -ίδος, ἡ, λεπτὸν λίνον ἐκ τῆς νήσου Ἀμοργοῦ, ὁμοιάζον τῇ βύσσῳ (Ἁρποκρ.), πρβλ. καὶ Ἡσύχ.: ἄλοπος ἀμ., ἀκαθάριστος, μὴ ἀποχωρισθεῖσα ἔτι ἐκ τῆς καλάμης, Ἀρ. Λυσ. 736. ΙΙ. προπαροξ. ἄμοργις, εως, ἡ, = ἀμόργη, Ἀρκάδ. 29. 22, Σουΐδ.
Greek Monolingual
ἀμοργὶς (-ίδος), η (Α) Ἀμοργός
1. λεπτό λινάρι που κατά την αρχαιότητα καλλιεργούσαν στην Αμοργό
2. κατ’ αποκλίνουσα ερμηνεία, ο βλαστός (το κοτσάνι) της μολόχας, που στην αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν στην υφαντουργία σαν καννάβι ή λινάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἁμοργός.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμόργινος.
Greek Monotonic
ἀμοργίς: ἡ, λεπτό λινάρι από το νησί της Αμοργού, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμοργίς: ίδος ἡ аморгосский лен Arph.
Frisk Etymological English
etc.
Meaning: kind of dress (Cratin. fr. 96)
Other forms: λαμπτῆρες ἀμοργούς (Emp. fr. 84), perhaps lanterns clothed in muslin (cf. Lat. lintea lanterna pl. Bacch. 446).
Derivatives: Adj. ἀμόργινος used of χιτών etc. (Com., Aeschin.), cf. ἀμόργεια χρώματος εἶδος, ἀπὸ νήσου Ἀμοργοῦντος Suid. - Unclear ἀμοργίς, -ίδος f. stalks of mallow, Malva silvestris (Ar.); after the island Amorgos (Taillardat, Rev.de phil. 33, 1959, 66; cf. also REG 64, 1951, 11ff.)? -
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The name of the island may have been used to designate clothes, cf. jersey, jeans etc. Cf. Taillardat, Images section 262.