ἀνθομολογέομαι: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0233.png Seite 233]] gegenseitig übereinkommen, [[πρός]] τινα, Dem. 33, 8; frei u. offen gestehen, [[πρός]] τινα, Pol. 5, 56; neben [[σύμφωνος]] ἦν 30, 8; τοῖς εἰρημένοις, beistimmen, 28, 4 u. öfter; vgl. Plut. Brut. 16. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0233.png Seite 233]] gegenseitig übereinkommen, [[πρός]] τινα, Dem. 33, 8; frei u. offen gestehen, [[πρός]] τινα, Pol. 5, 56; neben [[σύμφωνος]] ἦν 30, 8; τοῖς εἰρημένοις, beistimmen, 28, 4 u. öfter; vgl. Plut. Brut. 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br /><b>1</b> faire une convention mutuelle;<br /><b>2</b> tomber d'accord, convenir, reconnaître : χάριν PLUT témoigner publiquement sa reconnaissance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], ὁμολογέομαι. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνθομολογέομαι''': μέσ., συμφωνῶ, [[κάμνω]] συμφωνίαν, [[πρός]] τινα, ἀνθομολογησάμενος πρὸς τοῦτον ὠνὴν ποιοῦμαι τῆς νεὼς Δημ. 894. 26, Πολύβ. 5. 56, 4· τινὶ ὁ αὐτ. 10. 45, 10. ΙΙ. ὁμολογῶ παρρησίᾳ, τὰς ἀρετάς τινος Διόδ. 1. 70· [[χάριν]] Πλουτ. Αἰμίλ. 11· ἁμαρτίας Ἰωσήπ. Ἀρ. Ἰ. 8. 10, 3: ἀπολ., Πολύβ. 30. 8, 7· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 15. 27, 9. 2) ἀποδίδω εὐχαριστίας τῷ θεῷ, Ἑβδ. (Ψαλ. οη΄, 13), Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. β΄, 38. | |lstext='''ἀνθομολογέομαι''': μέσ., συμφωνῶ, [[κάμνω]] συμφωνίαν, [[πρός]] τινα, ἀνθομολογησάμενος πρὸς τοῦτον ὠνὴν ποιοῦμαι τῆς νεὼς Δημ. 894. 26, Πολύβ. 5. 56, 4· τινὶ ὁ αὐτ. 10. 45, 10. ΙΙ. ὁμολογῶ παρρησίᾳ, τὰς ἀρετάς τινος Διόδ. 1. 70· [[χάριν]] Πλουτ. Αἰμίλ. 11· ἁμαρτίας Ἰωσήπ. Ἀρ. Ἰ. 8. 10, 3: ἀπολ., Πολύβ. 30. 8, 7· [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 15. 27, 9. 2) ἀποδίδω εὐχαριστίας τῷ θεῷ, Ἑβδ. (Ψαλ. οη΄, 13), Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. β΄, 38. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 12:25, 2 October 2022
English (LSJ)
A make a mutual agreement or covenant, πρός τινα D.33.8(s.v.l.), Plb.5.105.2; ὑπέρ τινος 15.19.9; τινί PTeb.21.6(ii B.C.); περί τινος ib.410.14 (16 A.D.). II confess freely and openly, τὰς ἀρετάς τινος D.S.1.70; ἁμαρτίας J.AJ8.10.3; τὸν τοῦ βασιλέως θάνατον Plb.15.25.4: abs., 30.8.7. 2 admit, signify, πρός τινα μηδὲν ἑωρακέναι 29.17.1; ὡς . . Plu.Brut.16. 3 assent, agree, τοῖς εἰρημένοις Plb.28.4.4. 4 return thanks to God, LXXPs. 78(79).13. Ev.Luc.2.38; χάριν ἀ. return thanks, Plu.Aem.11:—Act., -λογέω admit a claim, is late, PGrenf.2.71ii14 (iii A.D.).
Spanish (DGE)
• Alolema(s): tard. -έω PGrenf.2.71.2.14 (III d.C.)
I tr. reconocer, confesar τὰς ... ἀρετὰς αὐτοῦ D.S.1.70, ἁμαρτίας I.AI 8.257, τὸν τοῦ βασιλέως ... θάνατον Plb.15.25.4, tb. en v. act. PGrenf.l.c.
•afirmar πρός τινας ... μηδὲν ἑωρακέναι Plb.29.17.1, c. ὡς Plu.Brut.16.
II intr.
1 hacer un acuerdo πρὸς τοῦτον D.33.8, ὑπὲρ τῶν κατὰ μέρος sobre todos los puntos de detalle Plb.5.105.2, cf. 15.19.9, αὐτῷ PTeb.21.6 (II a.C.)
•asentir τοῖς εἰρημένοις Plb.28.4.4
•abs. Plb.30.8.7, 32.1.3.
2 dar gracias c. dat. σοί a Dios, LXX Ps.78.13, τῷ ὑψίστῳ LXX Da.4.37, τῷ Κυρίῳ T.Iud.1.3, τῷ Θεῷ Eu.Luc.2.38
•c. εἰς y ac. ὁ βασιλεὺς ... εἰς οὐρανὸν ἀνθωμολογεῖτο el rey daba gracias al cielo LXX 3Ma.6.33
•c. ac. int. χάριν Plu.Aem.11.
German (Pape)
[Seite 233] gegenseitig übereinkommen, πρός τινα, Dem. 33, 8; frei u. offen gestehen, πρός τινα, Pol. 5, 56; neben σύμφωνος ἦν 30, 8; τοῖς εἰρημένοις, beistimmen, 28, 4 u. öfter; vgl. Plut. Brut. 16.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
1 faire une convention mutuelle;
2 tomber d'accord, convenir, reconnaître : χάριν PLUT témoigner publiquement sa reconnaissance.
Étymologie: ἀντί, ὁμολογέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθομολογέομαι: μέσ., συμφωνῶ, κάμνω συμφωνίαν, πρός τινα, ἀνθομολογησάμενος πρὸς τοῦτον ὠνὴν ποιοῦμαι τῆς νεὼς Δημ. 894. 26, Πολύβ. 5. 56, 4· τινὶ ὁ αὐτ. 10. 45, 10. ΙΙ. ὁμολογῶ παρρησίᾳ, τὰς ἀρετάς τινος Διόδ. 1. 70· χάριν Πλουτ. Αἰμίλ. 11· ἁμαρτίας Ἰωσήπ. Ἀρ. Ἰ. 8. 10, 3: ἀπολ., Πολύβ. 30. 8, 7· πρός τι ὁ αὐτ. 15. 27, 9. 2) ἀποδίδω εὐχαριστίας τῷ θεῷ, Ἑβδ. (Ψαλ. οη΄, 13), Εὐαγγ. κατὰ Λουκ. β΄, 38.
English (Strong)
from ἀντί and the middle voice of ὁμολογέω; to confess in turn, i.e. respond in praise: give thanks.
English (Thayer)
ἀνθομολγοῦμαι: (imperfect ἀνθωμολογουμην); (ἀντί and ὁμολογέομαι); in Greek writings (from Demosthenes down)
1. to reply by professing or by confessing.
2. to agree mutually (in turn), to make a compact.
3. "to acknowledge in the presence of (ἀντί before, over against; cf. ἐξομυλογεῖσθαι ἔναντι κυρίου, Winer's De verb. comp. etc. Part iii., p. 19f): τάς ἁμαρτίας to confess sins, Josephus, Antiquities 8,10, 3 (Bekker reads ἀνομολογουμενους); cf. 1Esdr. 8:88 (90). τίνι, to declare something in honor of one, to celebrate his praises, give thanks to him, הודָה in Sept.; Test. xii. Patr. test. Jud. § 1)).
Greek Monotonic
ἀνθομολογέομαι: μέλ. -ήσομαι, Μέσ.,
I. πραγματοποιώ αμοιβαία συμφωνία, πρός τινα, σε Δημ.
II. ομολογώ ελεύθερα και αβίαστα, σε Πλούτ.
II. ανταποδίδω ευχαριστίες, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀνθομολογέομαι:
1) взаимно соглашаться, приходить к соглашению (πρός τινα Dem., Polyb. и τινι Polyb.);
2) открыто признавать (πρὸς οὐδὲν τῶν λεγομένων Polyb.; τὰς ἀρετάς τινος Diod.);
3) публично выражать (χάριν Plut.);
4) воздавать благодарность (τῷ θεῷ NT).
Middle Liddell
I. Mid. to make a mutual agreement, πρός τινα Dem.
II. to confess freely and openly, Plut.
III. to return thanks, NTest.
Chinese
原文音譯:¢nqomologšomai 安特-哦摩-羅給哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:交換-有如-放置(說) 相當於: (בְּרַךְ) (יָדָה)
字義溯源:稱謝,讚美;由(ἀντί)*=相對,代替,交換)與(ὁμολογέω)=同意)組成;而 (ὁμολογέω)又由(ὁμοῦ)=相同)與(λόγος)=話)組成,其中 (ὁμοῦ)出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的),而 (λόγος)出自(λέγω / εἴρω)*=陳述)。路加在他的福音書上的稱頌與讚美,乃是他信心的表示,和對神兒子宣告的接受記號
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 稱謝(1) 路2:38