ἀποικτίζομαι: Difference between revisions
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0304.png Seite 304]] sich beklagen, Her. 1, 114. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0304.png Seite 304]] sich beklagen, Her. 1, 114. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf. 3ᵉ sg. ion.</i> ἀποικτίζετο;<br />déplorer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], οἰκτίζομαι. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποικτίζομαι''': ἀποθ. παραπονοῦμαι μεγαλοφώνως [[περί]] τινος, πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο, τῶν... ἤντησε (δηλ. [[ταῦτα]] ὧν ἤντησε) Ἡρόδ. 1. 114. | |lstext='''ἀποικτίζομαι''': ἀποθ. παραπονοῦμαι μεγαλοφώνως [[περί]] τινος, πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο, τῶν... ἤντησε (δηλ. [[ταῦτα]] ὧν ἤντησε) Ἡρόδ. 1. 114. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:25, 2 October 2022
English (LSJ)
complain loudly of a thing, πρὸς πατέρα ἀποικτίζετο τῶν . . ἤντησε (sc. ταῦτα ὧν ἤντησε) Hdt.1.114.
Spanish (DGE)
quejarse de c. gen. πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο τῶν ... ἤντησε Hdt.1.114, c. ac. ἀπῳκτίζετο ... τὸν ... τῆς πόλεως ἐμπρησμόν Memn.39.2.
German (Pape)
[Seite 304] sich beklagen, Her. 1, 114.
French (Bailly abrégé)
impf. 3ᵉ sg. ion. ἀποικτίζετο;
déplorer.
Étymologie: ἀπό, οἰκτίζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποικτίζομαι: ἀποθ. παραπονοῦμαι μεγαλοφώνως περί τινος, πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο, τῶν... ἤντησε (δηλ. ταῦτα ὧν ἤντησε) Ἡρόδ. 1. 114.
Greek Monolingual
ἀποικτίζομαι (Α)
διαμαρτύρομαι έντονα.
Greek Monotonic
ἀποικτίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, αποθ., παραπονούμαι μεγαλοφώνως για κάτι, με αιτ., σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποικτίζομαι: горько жаловаться (τι πρός τινα Her.).