ἀργιβόειος: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀργῐβόειος) -ον<br />[[de vacas blancas]] epít. de Eubea, poeta en Ael.<i>NA</i> 12.36.
|dgtxt=(ἀργῐβόειος) -ον<br />[[de vacas blancas]] epít. de Eubea, poeta en Ael.<i>NA</i> 12.36.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux vaches blanches.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργός]]¹, [[βοῦς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀργιβόειος''': -ον, ὁ ἔχων λευκοὺς [[βοῦς]], ποιητικὸν ἐπίθετον τῆς Εὐβοίας, [[ἔνθεν]] τοι καὶ ἀργιβόειον (καθ’ Ἑρχέριον ἀργίβοιον) ἐκάλουν οἱ ποιηταὶ τὴν Εὔβοιαν Αἰλ. π. Ζ. 12, 36.
|lstext='''ἀργιβόειος''': -ον, ὁ ἔχων λευκοὺς [[βοῦς]], ποιητικὸν ἐπίθετον τῆς Εὐβοίας, [[ἔνθεν]] τοι καὶ ἀργιβόειον (καθ’ Ἑρχέριον ἀργίβοιον) ἐκάλουν οἱ ποιηταὶ τὴν Εὔβοιαν Αἰλ. π. Ζ. 12, 36.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux vaches blanches.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργός]]¹, [[βοῦς]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀργιβόειος]], η (Α)<br />αυτή που τρέφει [[λευκά]] βόδια (επίθ. της Εύβοιας).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αργι</i> - <span style="color: red;">+</span> -[[βόειος]] <span style="color: red;"><</span> [[βους]] ([[πρβλ]]. [[επταβόειος]], [[τετραβόειος]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=[[ἀργιβόειος]], η (Α)<br />αυτή που τρέφει [[λευκά]] βόδια (επίθ. της Εύβοιας).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αργι</i> - <span style="color: red;">+</span> -[[βόειος]] <span style="color: red;"><</span> [[βους]] ([[πρβλ]]. [[επταβόειος]], [[τετραβόειος]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Revision as of 13:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῐβόειος Medium diacritics: ἀργιβόειος Low diacritics: αργιβόειος Capitals: ΑΡΓΙΒΟΕΙΟΣ
Transliteration A: argibóeios Transliteration B: argiboeios Transliteration C: argivoeios Beta Code: a)rgibo/eios

English (LSJ)

ον, with white kine, of Euboea, Poet. ap. Ael.NA12.36 (ἀργίβοιος Lobeck).

Spanish (DGE)

(ἀργῐβόειος) -ον
de vacas blancas epít. de Eubea, poeta en Ael.NA 12.36.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux vaches blanches.
Étymologie: ἀργός¹, βοῦς.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργιβόειος: -ον, ὁ ἔχων λευκοὺς βοῦς, ποιητικὸν ἐπίθετον τῆς Εὐβοίας, ἔνθεν τοι καὶ ἀργιβόειον (καθ’ Ἑρχέριον ἀργίβοιον) ἐκάλουν οἱ ποιηταὶ τὴν Εὔβοιαν Αἰλ. π. Ζ. 12, 36.

Greek Monolingual

ἀργιβόειος, η (Α)
αυτή που τρέφει λευκά βόδια (επίθ. της Εύβοιας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργι - + -βόειος < βους (πρβλ. επταβόειος, τετραβόειος κ.ά.)].