ἐνδιαβάλλω: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0833.png Seite 833]] (s. [[βάλλω]]), darüber verläumden, Luc. calumn. 24. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0833.png Seite 833]] (s. [[βάλλω]]), darüber verläumden, Luc. calumn. 24. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=accuser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[διαβάλλω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνδιαβάλλω''': [[διαβάλλω]], κατηγορῶ, «ἐνδιαβαλεῖν, τὸ διαμπὰξ βαλεῖν συκοφαντικῶς» (Εὐστ. Ἰλ. 106. 18), Κτησ. Περσ. 10, Λουκ. π. Διαβολῆς 24. | |lstext='''ἐνδιαβάλλω''': [[διαβάλλω]], κατηγορῶ, «ἐνδιαβαλεῖν, τὸ διαμπὰξ βαλεῖν συκοφαντικῶς» (Εὐστ. Ἰλ. 106. 18), Κτησ. Περσ. 10, Λουκ. π. Διαβολῆς 24. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:50, 2 October 2022
English (LSJ)
A calumniate, Ctes.Fr.29.10, LXXPs.108(109).4, Luc. Cal.24 (Act. and Pass.). 2 stand in the way as an adversary, LXXNu.22.22.
Spanish (DGE)
1 denigrar, acusar falazmente, calumniar c. ac. de pers. ἀφικνεῖται πρὸς Καμβύσην ἐνδιαβάλλων τὸν ἀδελφὸν ... ὡς ἐπιβουλεύοντα αὐτῷ Ctes.13 (p.460.15), ἀντὶ τοῦ ἀγαπᾶν με ἐνδιέβαλλόν με LXX Ps.108.4, cf. Iren.Lugd.Haer.4.20.12, τοὺς ἐξηγητάς Eus.HE 6.19.2, en v. pas. ὁ ἐνδιαβαλλόμενος Luc.Cal.24.
2 desviar, apartar de un propósito o intención ἀνέστη ὁ ἄγγελος τοῦ θεοῦ ἐνδιαβάλλειν αὐτόν LXX Nu.22.22.
German (Pape)
[Seite 833] (s. βάλλω), darüber verläumden, Luc. calumn. 24.
French (Bailly abrégé)
accuser, acc..
Étymologie: ἐν, διαβάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιαβάλλω: διαβάλλω, κατηγορῶ, «ἐνδιαβαλεῖν, τὸ διαμπὰξ βαλεῖν συκοφαντικῶς» (Εὐστ. Ἰλ. 106. 18), Κτησ. Περσ. 10, Λουκ. π. Διαβολῆς 24.
Greek Monolingual
ἐνδιαβάλλω (Α)
διαβάλλω, κατηγορώ («ἀντί τοῦ ἀγαπᾱν με, ἐνδιέβαλλόν με», ΠΔ.).
Greek Monotonic
ἐνδιαβάλλω: συκοφαντώ, διαβάλλω, κακολογώ, δυσφημώ, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδιαβάλλω: (в чем-л.) возводить клевету, клеветать (ὁ ἐνδιαβάλλων καὶ ὁ ἐνδιαβαλλόμενος Luc.).
Middle Liddell
to calumniate in a matter, Luc.