3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0852.png Seite 852]] zurecht machen, anrichten; [[δεῖπνον]] Ar. Ach. 1096; τοὺς ἵππους, anschirren, Polyaen. 7, 21, 6; ἱματίῳ τινά, mit einem Gewande versehen, bekleiden, Plut. Lyc. 15, wie τῷ πίλῳ, τῇ λεοντῇ, τῇ λύρᾳ, Luc. Necyom. 8. – Med., sich ausrüsten, bes. anziehen, ankleiden, Ar. Ach. 383. 436 Plat. Crit. 53 d; von kriegerischer Rüstung, sich waffnen, Xen. Cyr. 8, 5, 11 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0852.png Seite 852]] zurecht machen, anrichten; [[δεῖπνον]] Ar. Ach. 1096; τοὺς ἵππους, anschirren, Polyaen. 7, 21, 6; ἱματίῳ τινά, mit einem Gewande versehen, bekleiden, Plut. Lyc. 15, wie τῷ πίλῳ, τῇ λεοντῇ, τῇ λύρᾳ, Luc. Necyom. 8. – Med., sich ausrüsten, bes. anziehen, ankleiden, Ar. Ach. 383. 436 Plat. Crit. 53 d; von kriegerischer Rüstung, sich waffnen, Xen. Cyr. 8, 5, 11 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=équiper, préparer, disposer : ἱματίῳ τινά PLUT revêtir qqn d'un habit;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐνσκευάζομαι;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> s'équiper;<br /><b>2</b> s'armer;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> équiper, revêtir.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[σκευάζω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνσκευάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἑτοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], δεῖπνόν τὶς ἐνσκευαζέτω Ἀριστοφ. Ἀχ. 1096. 2) [[ἐνδύω]] ἢ [[στολίζω]], τινά, ἱματίῳ δ’ ἀνδρείῳ καὶ ὑποδήμασιν ἐνσκευάζει Πλουτ. Λυκ. 15· ἐμὲ δὲ τούτοισι φέρων ἐνεσκεύασε τῷ πίλῳ τῇ λεοντῆ καὶ τῇ λύρᾳ Λουκ. Νεκυομαντ. 8· [[ὁτιή]] σε παίζων Ἡρακλέα ’νεσκεύασα ([[οὕτως]] ὁ Elmsl. ἀντὶ τοῦ Ἡρ. γ’ ἐσκεύασα), σὲ ἐνέδυσα ὡς Ἡρακλέα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 524. - Μέσ., [[ἐνδύω]] ἐμαυτόν, φορῶ, νῦν οὖν με πρῶτον πρὶν λέγειν ἐάσατε ἐνσκευάσθαι μ’ [[οἷον]] ἀθλιώτατον ὁ αὐτ. Ἀχ 384, 436, Πλάτ. Κρίτων 53D· ὁπλίζομαι, Ξέν. Κύρ. 8. 5, 11· ἀλλὰ τὸ μέσ. ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ. ἐν Λουκ. Ὄν. 37. - Παθ., ἐνεσκεύαστο γὰρ οὕτω, [[διότι]] ἦτο ὠπλισμένος ἢ «στολισμένος» [[οὕτως]], Ἡρόδ. 9. 22· Γαλατικῶς ἀναξυρίσι καὶ χειρῖσιν ἐνεσκευασμένος, ἐνδεδυμένος, «φορεμένος», Πλουτ. Ὄθων 6. | |lstext='''ἐνσκευάζω''': μέλλ. -άσω, [[ἑτοιμάζω]], [[παρασκευάζω]], δεῖπνόν τὶς ἐνσκευαζέτω Ἀριστοφ. Ἀχ. 1096. 2) [[ἐνδύω]] ἢ [[στολίζω]], τινά, ἱματίῳ δ’ ἀνδρείῳ καὶ ὑποδήμασιν ἐνσκευάζει Πλουτ. Λυκ. 15· ἐμὲ δὲ τούτοισι φέρων ἐνεσκεύασε τῷ πίλῳ τῇ λεοντῆ καὶ τῇ λύρᾳ Λουκ. Νεκυομαντ. 8· [[ὁτιή]] σε παίζων Ἡρακλέα ’νεσκεύασα ([[οὕτως]] ὁ Elmsl. ἀντὶ τοῦ Ἡρ. γ’ ἐσκεύασα), σὲ ἐνέδυσα ὡς Ἡρακλέα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 524. - Μέσ., [[ἐνδύω]] ἐμαυτόν, φορῶ, νῦν οὖν με πρῶτον πρὶν λέγειν ἐάσατε ἐνσκευάσθαι μ’ [[οἷον]] ἀθλιώτατον ὁ αὐτ. Ἀχ 384, 436, Πλάτ. Κρίτων 53D· ὁπλίζομαι, Ξέν. Κύρ. 8. 5, 11· ἀλλὰ τὸ μέσ. ἀκριβῶς ὡς τὸ ἐνεργ. ἐν Λουκ. Ὄν. 37. - Παθ., ἐνεσκεύαστο γὰρ οὕτω, [[διότι]] ἦτο ὠπλισμένος ἢ «στολισμένος» [[οὕτως]], Ἡρόδ. 9. 22· Γαλατικῶς ἀναξυρίσι καὶ χειρῖσιν ἐνεσκευασμένος, ἐνδεδυμένος, «φορεμένος», Πλουτ. Ὄθων 6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |