ἔμπληκτος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0814.png Seite 814]] 1) <b class="b2">betäubt, betroffen, verblüfft</b>, Xen. Cyn. 5, 9; καὶ διεφθαρμένος ἔρωτι Plut. Timol. 3; [[unsinnig]], [[dumm]]. Rom. 28. – 2) [[unbesonnen]], [[wankelmüthig]]; Soph. Ai. 1337; καὶ [[ἀστάθμητος]] Plat. Lys. 214 c; vgl. Gorg. 482 a; ταῖς ἐπιθυμίαις Plut. Dion. 18. So adv., τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ, unbesonnene Eile, Thuc. 3, 82; τὰ παρὰ τῶν θεῶν οὐκ ἐμπλ. οὐδὲ ταραχωδῶς αὐτοῖς συνέβαινε, ἀλλ' εὐκαίρως Isocr. 7, 30.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0814.png Seite 814]] 1) <b class="b2">betäubt, betroffen, verblüfft</b>, Xen. Cyn. 5, 9; καὶ διεφθαρμένος ἔρωτι Plut. Timol. 3; [[unsinnig]], [[dumm]]. Rom. 28. – 2) [[unbesonnen]], [[wankelmüthig]]; Soph. Ai. 1337; καὶ [[ἀστάθμητος]] Plat. Lys. 214 c; vgl. Gorg. 482 a; ταῖς ἐπιθυμίαις Plut. Dion. 18. So adv., τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ, unbesonnene Eile, Thuc. 3, 82; τὰ παρὰ τῶν θεῶν οὐκ ἐμπλ. οὐδὲ ταραχωδῶς αὐτοῖς συνέβαινε, ἀλλ' εὐκαίρως Isocr. 7, 30.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> frappé de stupeur ; hébété, stupide;<br /><b>2</b> inconstant, léger.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπλήσσω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔμπληκτος''': -ον, ([[ἐμπλήσσω]]) [[ἔκπληκτος]], τεθηπώς, Λατ. attonitus, Ξεν. Κυν. 5, 9: [[ἐντεῦθεν]], ὡς τὸ [[ἐμβρόντητος]], [[ἀνόητος]], [[ἄφρων]], Πλουτ. Ρωμ. 28, κτλ. 2) παρ’ Ἀττ., ἐλαφρὸς τὸν νοῦν, [[κοῦφος]], ἄστατος, [[εὐμετάβλητος]], [[ἰδιότροπος]], Σοφ. Αἴ. 1358 ([[ἔνθα]] ἴδε Στοβ.)· τοῖς τρόποις γὰρ αἱ τύχαι, [[ἔμπληκτος]] ὡς [[ἄνθρωπος]], ἄλλοτ’ [[ἄλλοσε]] πηδῶσι Εὐρ. Τρῳ. 1204· ἡ [[φιλοσοφία]] τῶν ἑτέρων παιδικῶν πολὺ ἧττον [[ἔμπληκτος]] Πλάτ. Γοργ. 482Α· ἐμπλ. τε καὶ ἀσταθμήτους ὁ αὐτ. Λύσ. 214D· ἐμπλ. ταῖς ἐπιθυμίαις Πλουτ. Δίων 18· πρβλ. [[ἐμπλήγδην]]. ΙΙ. ἐπίρρ. -τως, μανιωδῶς, παραφόρως, Ἰσοκρ. 145Ε, κτλ.· τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ, ἐκπληκτικὴ [[ὀξύτης]] ἐνεργείας, [[μανιώδης]], [[ὁρμή]], Θουκ. 3. 82.
|lstext='''ἔμπληκτος''': -ον, ([[ἐμπλήσσω]]) [[ἔκπληκτος]], τεθηπώς, Λατ. attonitus, Ξεν. Κυν. 5, 9: [[ἐντεῦθεν]], ὡς τὸ [[ἐμβρόντητος]], [[ἀνόητος]], [[ἄφρων]], Πλουτ. Ρωμ. 28, κτλ. 2) παρ’ Ἀττ., ἐλαφρὸς τὸν νοῦν, [[κοῦφος]], ἄστατος, [[εὐμετάβλητος]], [[ἰδιότροπος]], Σοφ. Αἴ. 1358 ([[ἔνθα]] ἴδε Στοβ.)· τοῖς τρόποις γὰρ αἱ τύχαι, [[ἔμπληκτος]] ὡς [[ἄνθρωπος]], ἄλλοτ’ [[ἄλλοσε]] πηδῶσι Εὐρ. Τρῳ. 1204· ἡ [[φιλοσοφία]] τῶν ἑτέρων παιδικῶν πολὺ ἧττον [[ἔμπληκτος]] Πλάτ. Γοργ. 482Α· ἐμπλ. τε καὶ ἀσταθμήτους ὁ αὐτ. Λύσ. 214D· ἐμπλ. ταῖς ἐπιθυμίαις Πλουτ. Δίων 18· πρβλ. [[ἐμπλήγδην]]. ΙΙ. ἐπίρρ. -τως, μανιωδῶς, παραφόρως, Ἰσοκρ. 145Ε, κτλ.· τὸ ἐμπλήκτως ὀξύ, ἐκπληκτικὴ [[ὀξύτης]] ἐνεργείας, [[μανιώδης]], [[ὁρμή]], Θουκ. 3. 82.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> frappé de stupeur ; hébété, stupide;<br /><b>2</b> inconstant, léger.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπλήσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml