ὀρθόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0374.png Seite 374]] τριχος, mit grade aufrecht stehenden, emporgesträubten Haaren, od. die Haare aufsträubend, [[φόβος]], Aesch. Ch. 32.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0374.png Seite 374]] τριχος, mit grade aufrecht stehenden, emporgesträubten Haaren, od. die Haare aufsträubend, [[φόβος]], Aesch. Ch. 32.
}}
{{bailly
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />dont les cheveux se dressent ; qui fait dresser les cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[θρίξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀρθίας τὰς τρίχας του, ἢ ὁ ὀρθῶν τὰς τρίχας τινός, προξενῶν ἀνατριχίασιν, [[φόβος]] Αἰσχύλ. Χο. 32· πρβλ. [[ὀρθόκερως]].
|lstext='''ὀρθόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀρθίας τὰς τρίχας του, ἢ ὁ ὀρθῶν τὰς τρίχας τινός, προξενῶν ἀνατριχίασιν, [[φόβος]] Αἰσχύλ. Χο. 32· πρβλ. [[ὀρθόκερως]].
}}
{{bailly
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br />dont les cheveux se dressent ; qui fait dresser les cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθός]], [[θρίξ]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθόθριξ Medium diacritics: ὀρθόθριξ Low diacritics: ορθόθριξ Capitals: ΟΡΘΟΘΡΙΞ
Transliteration A: orthóthrix Transliteration B: orthothrix Transliteration C: orthothriks Beta Code: o)rqo/qric

English (LSJ)

-τριχος, ὁ, ἡ, with hair upstanding or making the hair stand on end, φόβος A. Ch. 32 (lyr.); φόβαι DH. 7.72.

German (Pape)

[Seite 374] τριχος, mit grade aufrecht stehenden, emporgesträubten Haaren, od. die Haare aufsträubend, φόβος, Aesch. Ch. 32.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
dont les cheveux se dressent ; qui fait dresser les cheveux.
Étymologie: ὀρθός, θρίξ.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὀρθίας τὰς τρίχας του, ἢ ὁ ὀρθῶν τὰς τρίχας τινός, προξενῶν ἀνατριχίασιν, φόβος Αἰσχύλ. Χο. 32· πρβλ. ὀρθόκερως.

Greek Monolingual

ὀρθόθριξ, -τριχος, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει όρθιες, ανορθωμένες τις τρίχες του ή αυτός που ανορθώνει τις τρίχες άλλου, αυτός που προκαλεί ανατρίχιασμα (α. «ὀρθόθριξ φόβος», Αισχύλ.
β. «ὀρθότριχες φόβαι», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + θρίξ, τριχός (πρβλ. πυκνό-θριξ)].

Greek Monotonic

ὀρθόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, αυτός που οι τρίχες των μαλλιών του έχουν σηκωθεί όρθιες, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθόθριξ: τρῐχος adj. со стоящими дыбом волосами или поднимающий волосы дыбом (φόβος Aesch.).

Middle Liddell

ὀρθό-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,
with hair up-standing, Aesch.