ὑπεμνήμυκε: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1187.png Seite 1187]] Il. 22, 491, πάντα δ' ὑπ., er senkt überall die Augen schüchtern nieder, von [[ὑπημύω]] abgeleitet, statt ὑπεμήμυκε, mit dem des Verses wegen eingeschobenen ν, vgl. Spitzner exc. 33.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1187.png Seite 1187]] Il. 22, 491, πάντα δ' ὑπ., er senkt überall die Augen schüchtern nieder, von [[ὑπημύω]] abgeleitet, statt ὑπεμήμυκε, mit dem des Verses wegen eingeschobenen ν, vgl. Spitzner exc. 33.
}}
{{bailly
|btext=v. [[ὑπημύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπεμνήμῡκε''': ἐν Ἰλ. Χ. 491, πάντα δ’ [[ὑπεμνήμυκε]], ἐπὶ ὀρφανοῦ παιδός. Οἱ ἄριστοι τῶν παλαιῶν ἑρμηνευτῶν ἡρμήνευσαν, ἔχει τὴν κεφαλήν του [[ὅλως]] χαμηλωμένην, καὶ βλέπει [[κάτω]] [[ὅλως]] [[ἄθυμος]]· [[ὥστε]] [[δέον]] νὰ ἐκληφθῇ ὡς Ἐπικ. πρκμ. τοῦ ὑπημύω, ἀντὶ ὑπεμήμυκε, (κατὰ παρένθεσιν τοῦ ν [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ὡς ἐν τοῖς [[νώνυμνος]] ἀντὶ [[νώνυμος]], [[παλαμναῖος]] ἐκ τοῦ [[παλάμη]])· ― ἕτεροι προτιμῶσι νὰ ἀναγινώσκωσιν ὑπεμμήμυκε· ― ὁ ἐνεστ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ Κολούθῳ 331, ὑπημύουσι παρειαί, βυθίζονται, κοιλαίνονται. Ἴδε ἐξέτασιν τῆς λέξεως ἐν Spitzn. Exc. xxxiii. εἰς Ἰλ.
|lstext='''ὑπεμνήμῡκε''': ἐν Ἰλ. Χ. 491, πάντα δ’ [[ὑπεμνήμυκε]], ἐπὶ ὀρφανοῦ παιδός. Οἱ ἄριστοι τῶν παλαιῶν ἑρμηνευτῶν ἡρμήνευσαν, ἔχει τὴν κεφαλήν του [[ὅλως]] χαμηλωμένην, καὶ βλέπει [[κάτω]] [[ὅλως]] [[ἄθυμος]]· [[ὥστε]] [[δέον]] νὰ ἐκληφθῇ ὡς Ἐπικ. πρκμ. τοῦ ὑπημύω, ἀντὶ ὑπεμήμυκε, (κατὰ παρένθεσιν τοῦ ν [[χάριν]] τοῦ μέτρου, ὡς ἐν τοῖς [[νώνυμνος]] ἀντὶ [[νώνυμος]], [[παλαμναῖος]] ἐκ τοῦ [[παλάμη]])· ― ἕτεροι προτιμῶσι νὰ ἀναγινώσκωσιν ὑπεμμήμυκε· ― ὁ ἐνεστ. [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρὰ Κολούθῳ 331, ὑπημύουσι παρειαί, βυθίζονται, κοιλαίνονται. Ἴδε ἐξέτασιν τῆς λέξεως ἐν Spitzn. Exc. xxxiii. εἰς Ἰλ.
}}
{{bailly
|btext=v. [[ὑπημύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεμνήμῡκε Medium diacritics: ὑπεμνήμυκε Low diacritics: υπεμνήμυκε Capitals: ΥΠΕΜΝΗΜΥΚΕ
Transliteration A: hypemnḗmyke Transliteration B: hypemnēmyke Transliteration C: ypemnimyke Beta Code: u(pemnh/muke

English (LSJ)

in Il.22.491, πάντα δ' ὑπεμνήμυκε, of an orphan boy: Aristarch. interpreted it—he hangs down his head utterly, he is altogether cast down; so that it must be taken (cf. Sch.) as Ep. pf. of ὑπ-ημύω, for ὑπ-εμήμυκε (ν being inserted metri gr.):—the pres. is used by coluth.338, ὑπημύουσι παρειαί sink in, become hollow.

German (Pape)

[Seite 1187] Il. 22, 491, πάντα δ' ὑπ., er senkt überall die Augen schüchtern nieder, von ὑπημύω abgeleitet, statt ὑπεμήμυκε, mit dem des Verses wegen eingeschobenen ν, vgl. Spitzner exc. 33.

French (Bailly abrégé)

v. ὑπημύω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεμνήμῡκε: ἐν Ἰλ. Χ. 491, πάντα δ’ ὑπεμνήμυκε, ἐπὶ ὀρφανοῦ παιδός. Οἱ ἄριστοι τῶν παλαιῶν ἑρμηνευτῶν ἡρμήνευσαν, ἔχει τὴν κεφαλήν του ὅλως χαμηλωμένην, καὶ βλέπει κάτω ὅλως ἄθυμος· ὥστε δέον νὰ ἐκληφθῇ ὡς Ἐπικ. πρκμ. τοῦ ὑπημύω, ἀντὶ ὑπεμήμυκε, (κατὰ παρένθεσιν τοῦ ν χάριν τοῦ μέτρου, ὡς ἐν τοῖς νώνυμνος ἀντὶ νώνυμος, παλαμναῖος ἐκ τοῦ παλάμη)· ― ἕτεροι προτιμῶσι νὰ ἀναγινώσκωσιν ὑπεμμήμυκε· ― ὁ ἐνεστ. εἶναι ἐν χρήσει παρὰ Κολούθῳ 331, ὑπημύουσι παρειαί, βυθίζονται, κοιλαίνονται. Ἴδε ἐξέτασιν τῆς λέξεως ἐν Spitzn. Exc. xxxiii. εἰς Ἰλ.

Greek Monolingual

Α
(γ' εν. πρόσ. παρακμ.) είναι σκυφτός, έχει το κεφάλι σκυφτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρακμ. του ρ. ὑπημύω σχηματισμένος από έναν αμάρτυρο τ. ὑπεμήμυκε (με αττικό διπλασιασμό, πρβλ. ἐμῶ: ἐμήμεκα) με την προσθήκη του -ν-, η οποία επιτρέπει τη μετρική έκταση του προηγούμενου φωνήεντος].

Greek Monotonic

ὑπεμνήμῡκε: Επικ. παρακ. του ὑπ-ημύω, χαμηλώνει το κεφάλι του, στέκεται με το κεφάλι του χαμηλωμένο, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

epic perf. of ὑπ-ημύω
he hangs down his head, stands with head hung down, Il.

Frisk Etymology German

ὑπεμνήμυκε: (Χ 491)
{hupemnḗmuke}
See also: s. ἠμύω.
Page 2,966