ῥέμβω: Difference between revisions
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0837.png Seite 837]] im Kreise herum bewegen, drehen, wälzen, treiben, im act. nur bei Hesych. – Pass. sich herumdrehen, herumschweifen, πλανᾶσθαι, VLL., ἀπὸ γῆς εἰν ἁλί, vom Schiffe, Antiphil. 1 (IX, 415); κρυφίοις ὄμμασι ῥεμβομένη, Agath. 7 (V, 289). 23 (V, 299); ῥέμβεται ἡ [[λέξις]], schwankt, S. Emp. adv. rhett. 52; ῥεμβόμενος ἀπ ὸ τοῦ στρατοπέδου καὶ τὴν τάξιν ἐκλείπων, Plut. Fab. 20, der de curios. 12 sagt δεῖ μὴ [[καθάπερ]] θεράπαιναν ἀνάγωγον ἔξω ῥέμβεσθαι τὴν αἴσθησιν; vgl. Pomp. 20, wo es schon in der übertragenen Bdtg »planlos handeln« steht, ῥεμβόμενον ἐν τοῖς πράγμασι καταμαθὼν αὐτόν; u. soa. Sp.; bei Plut. Symp. 4, 1, 3 g. E. mit ἀνόρεκτον vrbdn, von Speisen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0837.png Seite 837]] im Kreise herum bewegen, drehen, wälzen, treiben, im act. nur bei Hesych. – Pass. sich herumdrehen, herumschweifen, πλανᾶσθαι, VLL., ἀπὸ γῆς εἰν ἁλί, vom Schiffe, Antiphil. 1 (IX, 415); κρυφίοις ὄμμασι ῥεμβομένη, Agath. 7 (V, 289). 23 (V, 299); ῥέμβεται ἡ [[λέξις]], schwankt, S. Emp. adv. rhett. 52; ῥεμβόμενος ἀπ ὸ τοῦ στρατοπέδου καὶ τὴν τάξιν ἐκλείπων, Plut. Fab. 20, der de curios. 12 sagt δεῖ μὴ [[καθάπερ]] θεράπαιναν ἀνάγωγον ἔξω ῥέμβεσθαι τὴν αἴσθησιν; vgl. Pomp. 20, wo es schon in der übertragenen Bdtg »planlos handeln« steht, ῥεμβόμενον ἐν τοῖς πράγμασι καταμαθὼν αὐτόν; u. soa. Sp.; bei Plut. Symp. 4, 1, 3 g. E. mit ἀνόρεκτον vrbdn, von Speisen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />faire tournoyer ; <i>Pass.</i><br /><b>1</b> tournoyer, s'agiter tout autour, errer çà et là ; <i>fig.</i> s'égarer dans des rêveries;<br /><b>2</b> avoir l'esprit inquiet <i>ou</i> indécis, être irrésolu.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. peu claire. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥέμβω''': στρέφομαι ὁλόγυρα, περιστρέφομαι· τὸ ἐνεργητικὸν μόνον παρ’ Ἡσυχ., [[ὅστις]] ἔχει καὶ παθ. ἀόρ. ῥεμφθῆναι. ΙΙ. ῥέμβομαι, ἀποθ., περιφέρομαι, περιπλανῶμαι, Μένανδρος ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 2, 15· ἔξω ῥ. Ἑβδ. (Παροιμ. Ζ΄, 12)· ἀπὸ τόπου Πλουτ. Φάβ. 20· ἐν τόπῳ ὁ αὐτ. ἐν Δημοσθ. 6, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 415· ὄμμασι [[αὐτόθι]] 5. 289· μεταφ., εἶμαι ἄστατος, ἐνεργῶ ὡς τύχῃ καὶ ἀλογίστως, ἐν τοῖς πράγμασι Πλουτ. Πομπ. 20· ἐν εἰδώλοις καὶ σκιαῖς ὁ αὐτ. 2. 80F ἐπὶ τροφῆς ἣν ἐσθίει τις [[ἄνευ]] ὀρέξεως, [[αὐτόθι]] 664Α· ῥέμβεται ἡ [[λέξις]], [[εἶναι]] [[ἄδηλος]] καὶ [[ἀσαφής]], [[ἀόριστος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 52. (Ἐντεῦθεν [[ῥόμβος]], [[ῥύμβος]], [[ῥυμβών]], [[ῥυμβονάω]]). | |lstext='''ῥέμβω''': στρέφομαι ὁλόγυρα, περιστρέφομαι· τὸ ἐνεργητικὸν μόνον παρ’ Ἡσυχ., [[ὅστις]] ἔχει καὶ παθ. ἀόρ. ῥεμφθῆναι. ΙΙ. ῥέμβομαι, ἀποθ., περιφέρομαι, περιπλανῶμαι, Μένανδρος ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 2, 15· ἔξω ῥ. Ἑβδ. (Παροιμ. Ζ΄, 12)· ἀπὸ τόπου Πλουτ. Φάβ. 20· ἐν τόπῳ ὁ αὐτ. ἐν Δημοσθ. 6, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 415· ὄμμασι [[αὐτόθι]] 5. 289· μεταφ., εἶμαι ἄστατος, ἐνεργῶ ὡς τύχῃ καὶ ἀλογίστως, ἐν τοῖς πράγμασι Πλουτ. Πομπ. 20· ἐν εἰδώλοις καὶ σκιαῖς ὁ αὐτ. 2. 80F ἐπὶ τροφῆς ἣν ἐσθίει τις [[ἄνευ]] ὀρέξεως, [[αὐτόθι]] 664Α· ῥέμβεται ἡ [[λέξις]], [[εἶναι]] [[ἄδηλος]] καὶ [[ἀσαφής]], [[ἀόριστος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 52. (Ἐντεῦθεν [[ῥόμβος]], [[ῥύμβος]], [[ῥυμβών]], [[ῥυμβονάω]]). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> <i>ῥέμβομαι</i>. | |mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> <i>ῥέμβομαι</i>. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:35, 2 October 2022
English (LSJ)
A turn round and round, Act. ῥέμβει· πλανᾶται, Gal.19.134:—Pass., aor. inf. ῥεμφθῆναι Hsch. II Med. ῥέμβομαι, roam, rove, roll about, Men.481.15, PCair.Zen.447.10 (iii B.C.), Ptol.Euerg.3J., POxy.1581.6(ii A.D.), D.Chr.62.7; ἔξω ῥ. LXX Pr.7.12; ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου Plu.Fab.20; ἐν Πειραιεῖ Id.Dem. 6; εἰν ἁλί AP9.415 (Antiphil.); ὄμμασι ib.5.288 (Agath.): metaph., to be unsteady, act at random, ἐν τοῖς πράγμασι Plu.Pomp.20; ἐν εἰδώλοις καὶ σκιαῖς Id.2.80f; of food eaten without an appetite, ib. 664a; ῥέμβεται ἡ λέξις is vague, S.E.M.2.52. (Cf. Lith. reñgtis 'bend, curve (intr.)'.)
German (Pape)
[Seite 837] im Kreise herum bewegen, drehen, wälzen, treiben, im act. nur bei Hesych. – Pass. sich herumdrehen, herumschweifen, πλανᾶσθαι, VLL., ἀπὸ γῆς εἰν ἁλί, vom Schiffe, Antiphil. 1 (IX, 415); κρυφίοις ὄμμασι ῥεμβομένη, Agath. 7 (V, 289). 23 (V, 299); ῥέμβεται ἡ λέξις, schwankt, S. Emp. adv. rhett. 52; ῥεμβόμενος ἀπ ὸ τοῦ στρατοπέδου καὶ τὴν τάξιν ἐκλείπων, Plut. Fab. 20, der de curios. 12 sagt δεῖ μὴ καθάπερ θεράπαιναν ἀνάγωγον ἔξω ῥέμβεσθαι τὴν αἴσθησιν; vgl. Pomp. 20, wo es schon in der übertragenen Bdtg »planlos handeln« steht, ῥεμβόμενον ἐν τοῖς πράγμασι καταμαθὼν αὐτόν; u. soa. Sp.; bei Plut. Symp. 4, 1, 3 g. E. mit ἀνόρεκτον vrbdn, von Speisen.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
faire tournoyer ; Pass.
1 tournoyer, s'agiter tout autour, errer çà et là ; fig. s'égarer dans des rêveries;
2 avoir l'esprit inquiet ou indécis, être irrésolu.
Étymologie: DELG étym. peu claire.
Greek (Liddell-Scott)
ῥέμβω: στρέφομαι ὁλόγυρα, περιστρέφομαι· τὸ ἐνεργητικὸν μόνον παρ’ Ἡσυχ., ὅστις ἔχει καὶ παθ. ἀόρ. ῥεμφθῆναι. ΙΙ. ῥέμβομαι, ἀποθ., περιφέρομαι, περιπλανῶμαι, Μένανδρος ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 2, 15· ἔξω ῥ. Ἑβδ. (Παροιμ. Ζ΄, 12)· ἀπὸ τόπου Πλουτ. Φάβ. 20· ἐν τόπῳ ὁ αὐτ. ἐν Δημοσθ. 6, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 415· ὄμμασι αὐτόθι 5. 289· μεταφ., εἶμαι ἄστατος, ἐνεργῶ ὡς τύχῃ καὶ ἀλογίστως, ἐν τοῖς πράγμασι Πλουτ. Πομπ. 20· ἐν εἰδώλοις καὶ σκιαῖς ὁ αὐτ. 2. 80F ἐπὶ τροφῆς ἣν ἐσθίει τις ἄνευ ὀρέξεως, αὐτόθι 664Α· ῥέμβεται ἡ λέξις, εἶναι ἄδηλος καὶ ἀσαφής, ἀόριστος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 52. (Ἐντεῦθεν ῥόμβος, ῥύμβος, ῥυμβών, ῥυμβονάω).
Greek Monolingual
Α
βλ. ῥέμβομαι.