ῥήτωρ: Difference between revisions
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0841.png Seite 841]] ορος, ὁ, 1) der Redner, Sprecher; Soph. frg. 937; δισσῶν μύθων ῥήτορες [[ἦσαν]], Eur. Hec. 126; Volksredner, Ar. oft u. in Prosa. – 2) später bes. der Lehrer der Beredtsamkeit, auch der Redekünstler, Prunkredner, rhetor, Plut. oft u. Folgde. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0841.png Seite 841]] ορος, ὁ, 1) der Redner, Sprecher; Soph. frg. 937; δισσῶν μύθων ῥήτορες [[ἦσαν]], Eur. Hec. 126; Volksredner, Ar. oft u. in Prosa. – 2) später bes. der Lehrer der Beredtsamkeit, auch der Redekünstler, Prunkredner, rhetor, Plut. oft u. Folgde. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> orateur, <i>particul. à Athènes</i> orateur public dans l'assemblée ; <i>abs.</i> ὁ [[ῥήτωρ]], l'orateur par excellence (Démosthène);<br /><b>2</b> maître d’éloquence, rhéteur.<br />'''Étymologie:''' R. Ϝερ > Ϝρη-, Ῥη- parler ; v. [[εἴρω]]², *[[ῥέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥήτωρ''': -ορος, ὁ, [[ὡσαύτως]] ἡ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 673· (*ῥέω, ἐρῶ)· -ὡς καὶ νῦν, ὁ [[δημοσίᾳ]] ἀγορεύων, δικηγόρος, Λατ. orator, ῥ. μύθων Εὐρ. Ἑκ. 126, κτλ.· [[μάλιστα]] ἐν Ἀθήναις, οἱ ῥήτορες, οἱ [[δημοσίᾳ]] ἀγορεύοντες ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, καὶ οἱ μετερχόμενοι τοῦτο τὸ [[ἐπάγγελμα]] [[πολλάκις]] προήγοντο εἰς τὰ ἀνώτατα ἀξιώματα τῆς πόλεως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 38, 680, Ἱππ. 60, 358, κ. ἀλλ., Θουκ. 8. 1, Ἀνδοκ. 23. 31, Πλάτ., κλ.· συχν. ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ἰσοκρ. 185Β, Ἀριστ. Τοπ. 6. 12, 5· οἱ [[δέκα]] ῥήτορες, οἱ Ἀττικοί, συνήθως ἐκδιδόμενοι [[ὁμοῦ]], Λουκ. Ἔρωτες 29. 2) ἐν Σοφ. Ἀποσπάσμ. 937, ὁ ἐκδίδων ἀπόφασιν, [[δικαστής]]. 3) παρὰ μεταγεν. ἰδίως, [[διδάσκαλος]] τῆς ῥητορικῆς, [[ῥητοροδιδάσκαλος]], Λατιν. rhetor, Πλούτ. 2. 131 Α, κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ῥ. Λόγος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 852. 7. | |lstext='''ῥήτωρ''': -ορος, ὁ, [[ὡσαύτως]] ἡ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 673· (*ῥέω, ἐρῶ)· -ὡς καὶ νῦν, ὁ [[δημοσίᾳ]] ἀγορεύων, δικηγόρος, Λατ. orator, ῥ. μύθων Εὐρ. Ἑκ. 126, κτλ.· [[μάλιστα]] ἐν Ἀθήναις, οἱ ῥήτορες, οἱ [[δημοσίᾳ]] ἀγορεύοντες ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, καὶ οἱ μετερχόμενοι τοῦτο τὸ [[ἐπάγγελμα]] [[πολλάκις]] προήγοντο εἰς τὰ ἀνώτατα ἀξιώματα τῆς πόλεως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 38, 680, Ἱππ. 60, 358, κ. ἀλλ., Θουκ. 8. 1, Ἀνδοκ. 23. 31, Πλάτ., κλ.· συχν. ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ἰσοκρ. 185Β, Ἀριστ. Τοπ. 6. 12, 5· οἱ [[δέκα]] ῥήτορες, οἱ Ἀττικοί, συνήθως ἐκδιδόμενοι [[ὁμοῦ]], Λουκ. Ἔρωτες 29. 2) ἐν Σοφ. Ἀποσπάσμ. 937, ὁ ἐκδίδων ἀπόφασιν, [[δικαστής]]. 3) παρὰ μεταγεν. ἰδίως, [[διδάσκαλος]] τῆς ῥητορικῆς, [[ῥητοροδιδάσκαλος]], Λατιν. rhetor, Πλούτ. 2. 131 Α, κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ῥ. Λόγος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 852. 7. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 18:37, 2 October 2022
English (LSJ)
ορος, ὁ, also ἡ Ar.Fr.945 (cf. Th.292): (ἐρῶ):—A public speaker, μύθων ῥήτορες E.Hec.124 (anap.), cf. Fr.597.4, Isoc.8.129, Arist. Top.149b25, Phld.Rh.2.272S., Plu.2.131a, etc.; esp. at Athens, οἱ ῥήτορες the public speakers in the ἐκκλησία, Ar.Ach.38,680, Eq.60, 358, al., Th.8.1, And.3.1, Lys.30.22, etc.; sg. prob. in IG12.45.21; οἱ δέκα ῥήτορες the Ten Attic Orators, Luc.Am.29; ὁ ῥήτωρ 'par excellence' = Demosthenes, Hermog.Inv.4.1, al. 2 one who gives sentence, judge, S.Fr.1090. 3 advocate, POxy.37.4 (i A.D.), etc. 4 later, teacher of eloquence, rhetorician, OGI712 (Egypt), etc. II as adjective, ῥήτωρ λόγος oratory, IG2.1386.7.
German (Pape)
[Seite 841] ορος, ὁ, 1) der Redner, Sprecher; Soph. frg. 937; δισσῶν μύθων ῥήτορες ἦσαν, Eur. Hec. 126; Volksredner, Ar. oft u. in Prosa. – 2) später bes. der Lehrer der Beredtsamkeit, auch der Redekünstler, Prunkredner, rhetor, Plut. oft u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
1 orateur, particul. à Athènes orateur public dans l'assemblée ; abs. ὁ ῥήτωρ, l'orateur par excellence (Démosthène);
2 maître d’éloquence, rhéteur.
Étymologie: R. Ϝερ > Ϝρη-, Ῥη- parler ; v. εἴρω², *ῥέω.
Greek (Liddell-Scott)
ῥήτωρ: -ορος, ὁ, ὡσαύτως ἡ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 673· (*ῥέω, ἐρῶ)· -ὡς καὶ νῦν, ὁ δημοσίᾳ ἀγορεύων, δικηγόρος, Λατ. orator, ῥ. μύθων Εὐρ. Ἑκ. 126, κτλ.· μάλιστα ἐν Ἀθήναις, οἱ ῥήτορες, οἱ δημοσίᾳ ἀγορεύοντες ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, καὶ οἱ μετερχόμενοι τοῦτο τὸ ἐπάγγελμα πολλάκις προήγοντο εἰς τὰ ἀνώτατα ἀξιώματα τῆς πόλεως, Ἀριστοφ. Ἀχ. 38, 680, Ἱππ. 60, 358, κ. ἀλλ., Θουκ. 8. 1, Ἀνδοκ. 23. 31, Πλάτ., κλ.· συχν. ἐπὶ κακῆς σημασίας, Ἰσοκρ. 185Β, Ἀριστ. Τοπ. 6. 12, 5· οἱ δέκα ῥήτορες, οἱ Ἀττικοί, συνήθως ἐκδιδόμενοι ὁμοῦ, Λουκ. Ἔρωτες 29. 2) ἐν Σοφ. Ἀποσπάσμ. 937, ὁ ἐκδίδων ἀπόφασιν, δικαστής. 3) παρὰ μεταγεν. ἰδίως, διδάσκαλος τῆς ῥητορικῆς, ῥητοροδιδάσκαλος, Λατιν. rhetor, Πλούτ. 2. 131 Α, κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ., ῥ. Λόγος Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 852. 7.
English (Strong)
from ῥέω; a speaker, i.e. (by implication) a forensic advocate: orator.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. ρήτορας.
Greek Monotonic
ῥήτωρ: -ορος, ὁ (*ῥέω, ἐρῶ), δημόσιος ομιλητής, αγορητής, νομικός σύμβουλος, δικηγόρος, Λατ. orator, σε Ευρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ῥήτωρ: ορος ὁ (Arph. редко ἡ) εἴρω II]
1) повествователь, рассказчик (μύθων Eur.);
2) оратор, докладчик Thuc., Arph., Plut.: οἱ δέκα ῥήτορες Luc. десять (аттических) ораторов (см. δεκάς 1);
3) произносящий приговор, судья Soph.;
4) ритор, преподаватель ораторского искусства Plut.
Frisk Etymological English
-ορος
Grammatical information: m.
Meaning: speaker, annunciator (S., E.), esp. orator in public, public speaker (Att.), master-speaker, discourse artist (late).
Compounds: Some rare a. late compp., e.g. φιλο-ρήτωρ who loves orators (Phld.).
Derivatives: ῥητορ-ίσκος denigr. dimin. (pap. IIp), -ικός oratorical, silver-tongued, rhetorical, -εύω, rarely w. κατα-, ἐπι- a.o., to act as an orator, to practice the art of oratory with -εία f. oratory, artful discourse (Att.). -ίζω id. (hell.). -- Beside it ῥητήρ, -ῆρος m. speaker (I 443, orator (AP 7, 579, metr. inscr.; metr. condit.?).
Origin: IE [Indo-European] [1162] *u̯erh₁- speak
Etymology: As profess. qualification ῥήτωρ was created by he Att. official language (Fraenkel Nom. ag. 2, 9); the orig. function as nom. ag. to εἴρω speak can still be seen in E. Hec. 124 (anap.) μύθων ῥήτορες, which combines with Hom. μύθων ῥητῆρα (Ι 443; doubtful attempt to give a semant. differentiation in Benveniste Noms d'agent 52ff. with further uncertain conclusions). -- S. 2. εἴρω.
Middle Liddell
ἐρέω, ἐρῶ]
a public speaker, pleader, Lat. orator, Eur., etc.
Frisk Etymology German
ῥήτωρ: -ορος
{rhḗtōr}
Grammar: m.
Meaning: Sprecher, Verkünder (S., E.), bes. öffentlucher Redner, Volksredner (att.), Redemeister, Redekünstler (sp.).
Composita : Einige seltene u. sp. Kompp., z.B. φιλορήτωρ der die Redner liebt (Phld.).
Derivative: Davon ῥητορίσκος herabsetz. Demin. (Pap. IIp), -ικός rednerisch, beredt, rhetorisch, -εύω, vereinzelt m. κατα-, ἐπι- u.a., als Redner auftreten, die Redekunst ausüben mit -εία f. Redekunst, Kunstrede (att.). -ίζω ib. (hell.). — Daneben ῥητήρ, -ῆρος m. Sprecher (I 443, Redner (AP 7, 579, metr. Inschr.; metr. bedingt?).
Etymology : Als Berufsbez. ist ῥήτωρ von der att. Amtssprache geschaffen (Fraenkel Nom. ag. 2, 9); die urspr. Funktion als Nom. ag. zu εἴρω sagen ist noch zu finden bei E. Hek. 124 (anap.) μύθων ῥήτορες, das sich an hom. μύθων ῥητῆρα (Ι 443) anschließt (fraglicher Versuch einer semantischen Differenzierung bei Benveniste Noms d’agent 52ff. mit weiteren anfechtbaren Schlüssen). — S. 2. εἴρω.
Page 2,654
Chinese
原文音譯:?»twr 雷拖而
詞類次數:名詞(1)
原文字根:湧出(者)
字義溯源:說話者,演說家,辯士,律師,演講者;源自(λέγω)*=說出來)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 辯士(1) 徒24:1