καλλίστευμα: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ατος (τό) :<br />objet le plus beau :<br /><b>1</b> extrême beauté;<br /><b>2</b> la plus belle offrande, le plus beau présent;<br /><b>3</b> fleur de beauté.<br />'''Étymologie:''' [[καλλιστεύω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />objet le plus beau :<br /><b>1</b> extrême beauté;<br /><b>2</b> la plus belle offrande, le plus beau présent;<br /><b>3</b> fleur de beauté.<br />'''Étymologie:''' [[καλλιστεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=καλλίστευμα -ατος, τό [καλλιστεύω] fraaiste gave:; καλλιστεύματα Λοξίᾳ fraaiste gaven voor Loxias Eur. Phoen. 215; schoonheid:. τῷ τῆσδε καλλιστεύματι om haar (Helena) schoonheid Eur. Or. 1639. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καλλίστευμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[высшая красота]] (sc. τῆς Ἑλένης Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[прекраснейший дар]]: ἐκπροκριθεῖσα καλλιστεύματα Λοξίᾳ Eur. отобранная в качестве лучшего дара Локсию (Аполлону). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''καλλίστευμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> υπέροχη [[ομορφιά]], [[ωραιότητα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> οι πρώτοι καρποί της ομορφιάς, οι πιο εκλεκτοί, στον ίδ. | |lsmtext='''καλλίστευμα:''' -ατος, τό,<br /><b class="num">I.</b> υπέροχη [[ομορφιά]], [[ωραιότητα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> οι πρώτοι καρποί της ομορφιάς, οι πιο εκλεκτοί, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καλλίστευμα''': τό, ὑπέροχον [[κάλλος]], Εὐρ. Ὀρ. 1639. ΙΙ. τὸ ἐκλεκτότατον [[κάλλος]], περὶ τῶν Φοινισσῶν αἵτινες ἦσαν ἐκ τῶν κάλλει προεχουσῶν παρθένων, Εὐρ. Φοίν. 215· τὰ [[δευτερεῖα]] καλλιστευμάτων Λυκόφρ. 1011. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 20:30, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A offering of what is most beautiful, E.Ph. 215 (lyr., pl.); the fairest prize, Id.Or.1639. II τὰ δευτερεῖα καλλιστευμάτων second prize for beauty, Lyc.1011.
German (Pape)
[Seite 1311] τό, Vorzug der Schönheit; Eur. Or. 1655; Lycophr. 1011; Preis der Schönheit, Eur. Phoen. 223.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet le plus beau :
1 extrême beauté;
2 la plus belle offrande, le plus beau présent;
3 fleur de beauté.
Étymologie: καλλιστεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλίστευμα -ατος, τό [καλλιστεύω] fraaiste gave:; καλλιστεύματα Λοξίᾳ fraaiste gaven voor Loxias Eur. Phoen. 215; schoonheid:. τῷ τῆσδε καλλιστεύματι om haar (Helena) schoonheid Eur. Or. 1639.
Russian (Dvoretsky)
καλλίστευμα: ατος τό
1) высшая красота (sc. τῆς Ἑλένης Eur.);
2) прекраснейший дар: ἐκπροκριθεῖσα καλλιστεύματα Λοξίᾳ Eur. отобранная в качестве лучшего дара Локсию (Аполлону).
Greek Monolingual
καλλίστευμα, τὸ (Α) καλλιστεύω
1. το προτέρημα της ωραιότητας, το υπέροχο κάλλος
2. το βραβείο της ωραιότητας («πόλεος ἐκπροκριθεῑσ' ἐμᾱς καλλιστεύματα Λοξίᾳ Καδμείων ἔμολον γᾱν», Ευρ.)
3. φρ. «τὰ δευτερεῖα καλλιστευμάτων» — το δεύτερο βραβείο ωραιότητας.
Greek Monotonic
καλλίστευμα: -ατος, τό,
I. υπέροχη ομορφιά, ωραιότητα, σε Ευρ.
II. οι πρώτοι καρποί της ομορφιάς, οι πιο εκλεκτοί, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίστευμα: τό, ὑπέροχον κάλλος, Εὐρ. Ὀρ. 1639. ΙΙ. τὸ ἐκλεκτότατον κάλλος, περὶ τῶν Φοινισσῶν αἵτινες ἦσαν ἐκ τῶν κάλλει προεχουσῶν παρθένων, Εὐρ. Φοίν. 215· τὰ δευτερεῖα καλλιστευμάτων Λυκόφρ. 1011.
Middle Liddell
καλλίστευμα, ατος, τό,
I. exceeding beauty, Eur.
II. the first-fruits of beauty or the most beautiful, Eur. [from καλλιστεύω