κόψιχος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>att. c.</i> [[κόσσυφος]], merle, <i>oiseau</i>.
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>att. c.</i> [[κόσσυφος]], merle, <i>oiseau</i>.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κόψῐχος''': , = [[κόσσυφος]], «κότσυφας», Ἀριστοφ. Ὄρ. 306, 806, 1081, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 5, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 21.
|elnltext=κόψιχος -ου, ὁ [~ κόσσυφος] merel.
}}
{{elru
|elrutext='''κόψῐχος:''' ὁ Arph. = [[κόσσυφος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κόψῐχος:''' ὁ, μαυροκότσυφας, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κόψῐχος:''' ὁ, μαυροκότσυφας, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κόψῐχος:''' ὁ Arph. = [[κόσσυφος]].
|lstext='''κόψῐχος''': , = [[κόσσυφος]], «κότσυφας», Ἀριστοφ. Ὄρ. 306, 806, 1081, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 5, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 21.
}}
{{elnl
|elnltext=κόψιχος -ου, ὁ [~ κόσσυφος] merel.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 20:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόψῐχος Medium diacritics: κόψιχος Low diacritics: κόψιχος Capitals: ΚΟΨΙΧΟΣ
Transliteration A: kópsichos Transliteration B: kopsichos Transliteration C: kopsichos Beta Code: ko/yixos

English (LSJ)

ὁ, A = κόσσυφος 1, Ar.Av.305, 806, 1081, Aristopho 10.5, Anaxil.22.21. II = κόσσυφος ΙΙ, Orib.inc.13.25.

German (Pape)

[Seite 1498] ὁ, att. = κόσσυφος; Ath. II, 65 d VI, 238 d; VLL.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
att. c. κόσσυφος, merle, oiseau.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόψιχος -ου, ὁ [~ κόσσυφος] merel.

Russian (Dvoretsky)

κόψῐχος: ὁ Arph. = κόσσυφος.

Greek Monolingual

κόψιχος, ὁ (Α)
1. ο κότσυφας
2. είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kops(o)-, η οποία προήλθε πιθ. από ηχομίμηση. Συνδέεται με το αρχ. σλαβ. kosu «κοτσύφι» (< kopso-) και εμφανίζει κατάλ. -ι-χος (πρβλ. μείλ-ι-χος). Ο τ. κόσσυφος < κόψυ-φος με αφομοίωση. Εμφανίζει κατάλ. -φος (πρβλ. άργυ-φος). Στα μεσαιωνικά χρόνια μεταπλάστηκε σε κόσσυφας και από τον τ. αυτό προήλθε το νεοελλ. κότσυφας].

Greek Monotonic

κόψῐχος: ὁ, μαυροκότσυφας, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κόψῐχος: ὁ, = κόσσυφος, «κότσυφας», Ἀριστοφ. Ὄρ. 306, 806, 1081, Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ» 1. 5, Ἀναξίλ. ἐν «Νεοττ.» 1. 21.

Frisk Etymological English

Meaning: `blackbird
See also: s. κόσσυφος.

Middle Liddell

κόψῐχος, ὁ,
a blackbird, Ar.

Frisk Etymology German

κόψιχος: {kópsikhos}
Grammar: m.
Meaning: Amsel
See also: s. κόσσυφος.
Page 1,938