κυβερνήτειρα: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1522.png Seite 1522]] ἡ, fem. zum Folgdn; [[τύχη]] βιότοιο Pallad. 104 (X, 65); Nonn. auch adj., κυβ. παλάμ η λοχείης D. 9, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1522.png Seite 1522]] ἡ, fem. zum Folgdn; [[τύχη]] βιότοιο Pallad. 104 (X, 65); Nonn. auch adj., κυβ. παλάμ η λοχείης D. 9, 5.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῠβερνήτειρα''': ἡ, θηλ. τοῦ [[κυβερνητήρ]], Ἀνθ. Π. 10. 65, Νόνν. Δ. 1. 89.
|elnltext=κυβερνήτειρα -ας, ἡ [κυβερνητήρ] stuurvrouw, leidsvrouw:. τὴν δὲ Τύχην βιότοιο κυβερνήτειραν ἔχοντες... πλέομεν wij varen met het Lot als stuurvrouw in het leven AP 10.65.3.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠβερνήτειρα:''' adj. f управляющая, направляющая ([[τύχη]] βιότοιο κ. Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κῠβερνήτειρα:''' ἡ, θηλ. του επόμ., σε Ανθ.
|lsmtext='''κῠβερνήτειρα:''' ἡ, θηλ. του επόμ., σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κῠβερνήτειρα:''' adj. f управляющая, направляющая ([[τύχη]] βιότοιο κ. Anth.).
|lstext='''κῠβερνήτειρα''': ἡ, θηλ. τοῦ [[κυβερνητήρ]], Ἀνθ. Π. 10. 65, Νόνν. Δ. 1. 89.
}}
{{elnl
|elnltext=κυβερνήτειρα -ας, ἡ [κυβερνητήρ] stuurvrouw, leidsvrouw:. τὴν δὲ Τύχην βιότοιο κυβερνήτειραν ἔχοντες... πλέομεν wij varen met het Lot als stuurvrouw in het leven AP 10.65.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῡβερνήτειρα, ἡ, [fem. of κῡβερνητήρ, Anth.]
|mdlsjtxt=κῡβερνήτειρα, ἡ, [fem. of κῡβερνητήρ, Anth.]
}}
}}

Revision as of 21:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβερνήτειρα Medium diacritics: κυβερνήτειρα Low diacritics: κυβερνήτειρα Capitals: ΚΥΒΕΡΝΗΤΕΙΡΑ
Transliteration A: kybernḗteira Transliteration B: kybernēteira Transliteration C: kyverniteira Beta Code: kubernh/teira

English (LSJ)

ἡ, fem. of κυβερνητήρ, τύχη AP10.65 (Pall.), cf. Nonn.D.1.89.

German (Pape)

[Seite 1522] ἡ, fem. zum Folgdn; τύχη βιότοιο Pallad. 104 (X, 65); Nonn. auch adj., κυβ. παλάμ η λοχείης D. 9, 5.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυβερνήτειρα -ας, ἡ [κυβερνητήρ] stuurvrouw, leidsvrouw:. τὴν δὲ Τύχην βιότοιο κυβερνήτειραν ἔχοντες... πλέομεν wij varen met het Lot als stuurvrouw in het leven AP 10.65.3.

Russian (Dvoretsky)

κῠβερνήτειρα: adj. f управляющая, направляющая (τύχη βιότοιο κ. Anth.).

Greek Monolingual

κυβερνήτειρα, ἡ (Α)
βλ. κυβερνητήρ.

Greek Monotonic

κῠβερνήτειρα: ἡ, θηλ. του επόμ., σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβερνήτειρα: ἡ, θηλ. τοῦ κυβερνητήρ, Ἀνθ. Π. 10. 65, Νόνν. Δ. 1. 89.

Middle Liddell

κῡβερνήτειρα, ἡ, [fem. of κῡβερνητήρ, Anth.]