πειθός: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 10: Line 10:
|Definition=ή, όν, = [[πιθανός]], <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Cor.</span>2.4</span>.
|Definition=ή, όν, = [[πιθανός]], <span class="bibl"><span class="title">1 Ep.Cor.</span>2.4</span>.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πειθός''': -ή, -όν, [[ἀνώμαλος]] [[τύπος]] τοῦ [[πιθανός]], Ἐπιστ. πρώτη πρὸς Κορινθ. β΄, 4.
|elnltext=πειθός -ή -όν overtuigend.
}}
{{elru
|elrutext='''πειθός:''' [[убедительный]] (σοφίας λόγοι NT).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''πειθός:''' -ή, -όν, μεταγεν. [[τύπος]] του [[πιθανός]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''πειθός:''' -ή, -όν, μεταγεν. [[τύπος]] του [[πιθανός]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πειθός:''' [[убедительный]] (σοφίας λόγοι NT).
|lstext='''πειθός''': -ή, -όν, [[ἀνώμαλος]] [[τύπος]] τοῦ [[πιθανός]], Ἐπιστ. πρώτη πρὸς Κορινθ. β΄, 4.
}}
{{elnl
|elnltext=πειθός -ή -όν overtuigend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:16, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειθός Medium diacritics: πειθός Low diacritics: πειθός Capitals: ΠΕΙΘΟΣ
Transliteration A: peithós Transliteration B: peithos Transliteration C: peithos Beta Code: peiqo/s

English (LSJ)

ή, όν, = πιθανός, 1 Ep.Cor.2.4.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πειθός -ή -όν overtuigend.

Russian (Dvoretsky)

πειθός: убедительный (σοφίας λόγοι NT).

English (Strong)

from πείθω; persuasive: enticing.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
πιθανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ- του πείθω + κατάλ. -ός].

Greek Monotonic

πειθός: -ή, -όν, μεταγεν. τύπος του πιθανός, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

πειθός: -ή, -όν, ἀνώμαλος τύπος τοῦ πιθανός, Ἐπιστ. πρώτη πρὸς Κορινθ. β΄, 4.

Middle Liddell

πειθός, ή, όν late form of πιθανός, NTest.]

Chinese

原文音譯:peiqÒj 胚拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:能勸導的
字義溯源:善於勸導的,似真實的,可信的,誘惑的,委婉的;源自(ἐπισείω / πείθω)*=說服)。參讀 (ἐπακούω)同義字
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 委婉的(1) 林前2:4