σκαλαθυρμάτιον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[σκαλάθυρμα]].
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[σκαλάθυρμα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σκᾰλᾰθυρμάτιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ σκαλάθυρμα (μνημονεύεται παρὰ Φωτ. καὶ Ἡσυχ.), [[λεπτολόγος]] εὐφυΐα ἢ [[τέχνη]], μικρὰ σοφιστικὴ [[παιδιά]], [[μικρολογία]], Ἀριστοφ. Νεφ. 630.
|elnltext=σκαλαθυρμάτιον -ου, τό [σκαλαθύρω] plur. oppervlakkigheden. Aristoph. Nub. 630.
}}
{{elru
|elrutext='''σκᾰλᾰθυρμάτιον:''' (μᾱ) τό тонкость, хитрость, «[[штучка]]» Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[σκαλάθυρμα]], -<i>ύρματος]]<br />(με υποκορ. σημ.) μικρή σοφιστική [[λεπτολογία]], [[μικρολογία]].
|mltxt=τὸ, Α [[σκαλάθυρμα]], -<i>ύρματος]]<br />(με υποκορ. σημ.) μικρή σοφιστική [[λεπτολογία]], [[μικρολογία]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σκᾰλᾰθυρμάτιον:''' (μᾱ) τό тонкость, хитрость, «[[штучка]]» Arph.
|lstext='''σκᾰλᾰθυρμάτιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ σκαλάθυρμα (μνημονεύεται παρὰ Φωτ. καὶ Ἡσυχ.), [[λεπτολόγος]] εὐφυΐα ἢ [[τέχνη]], μικρὰ σοφιστικὴ [[παιδιά]], [[μικρολογία]], Ἀριστοφ. Νεφ. 630.
}}
{{elnl
|elnltext=σκαλαθυρμάτιον -ου, τό [σκαλαθύρω] plur. oppervlakkigheden. Aristoph. Nub. 630.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[Dim. of σκᾰλάθυρμα]<br />a [[petty]] [[quibble]], Ar.
|mdlsjtxt=[Dim. of σκᾰλάθυρμα]<br />a [[petty]] [[quibble]], Ar.
}}
}}

Revision as of 22:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰλᾰθυρμάτιον Medium diacritics: σκαλαθυρμάτιον Low diacritics: σκαλαθυρμάτιον Capitals: ΣΚΑΛΑΘΥΡΜΑΤΙΟΝ
Transliteration A: skalathyrmátion Transliteration B: skalathyrmation Transliteration C: skalathyrmation Beta Code: skalaqurma/tion

English (LSJ)

τό, Dim. of σκαλάθυρμα (cited in Hsch. and Phot.), trifling subtlety or technicality, petty quibble, Ar.Nu.630.

German (Pape)

[Seite 888] τό, dim. von σκαλάθυρμα, kleine spitzfindige Grübelei od. Posse, Ar. Nubb. 620, wo der Schol. auch eine Anspielung auf ἄθυρμα darin findet.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de σκαλάθυρμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαλαθυρμάτιον -ου, τό [σκαλαθύρω] plur. oppervlakkigheden. Aristoph. Nub. 630.

Russian (Dvoretsky)

σκᾰλᾰθυρμάτιον: (μᾱ) τό тонкость, хитрость, «штучка» Arph.

Greek Monolingual

τὸ, Α σκαλάθυρμα, -ύρματος]]
(με υποκορ. σημ.) μικρή σοφιστική λεπτολογία, μικρολογία.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰλᾰθυρμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκαλάθυρμα (μνημονεύεται παρὰ Φωτ. καὶ Ἡσυχ.), λεπτολόγος εὐφυΐα ἢ τέχνη, μικρὰ σοφιστικὴ παιδιά, μικρολογία, Ἀριστοφ. Νεφ. 630.

Middle Liddell

[Dim. of σκᾰλάθυρμα]
a petty quibble, Ar.