συνδέομαι: Difference between revisions

From LSJ

κορυδός ἐν ἀμούσοις φθέγγεται → a lark sings amid the songless | in the land of the blind, the one-eyed man is king | in the country of the blind, the one-eyed man is king | in the valley of the blind, the one-eyed man is king

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=demander <i>ou</i> prier en même temps <i>ou</i> avec : σ. [[περί]] τινος se joindre à qqn pour faire une demande au sujet de qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δέομαι]].
|btext=demander <i>ou</i> prier en même temps <i>ou</i> avec : σ. [[περί]] τινος se joindre à qqn pour faire une demande au sujet de qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[δέομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνδέομαι''': ἀποθετ., ἀπὸ κοινοῦ δέομαι, παρακαλῶ, ζητῶ, σ. τινι ἵνα... Πλάτ. Παρμ. 136D· σ. τινος μὴ ποιεῖν τι Πλάτ. Ἐπιστ. 318C· τί τινος Δημ. 962. 1· σ. [[περί]] τινος Πλουτ. Καῖσ. 66.
|elnltext=συν-δέομαι samen (met...) vragen of verzoeken; met dat., met μετά + gen. met iem.; met gen. (aan of van) iem.
}}
{{elru
|elrutext='''συνδέομαι:'''<br /><b class="num">I</b> [[вместе просить]]: σ. τινι Plat. просить вместе с кем-л.; [[μετά]] τινος σ. τινος μὴ ποιεῖν [[ταῦτα]] Plat. вместе с кем-л. просить кого-л. не делать этого; σ. τί τινος Dem. вместе просить о чем-л. кого-л.<br /><b class="num">II</b> med.-pass. к [[συνδέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συνδέομαι:''' αποθ., [[παρακαλώ]], [[επαιτώ]] από κοινού, <i>τινος</i>, [[κάτι]] από κάποιον, σε Δημ.
|lsmtext='''συνδέομαι:''' αποθ., [[παρακαλώ]], [[επαιτώ]] από κοινού, <i>τινος</i>, [[κάτι]] από κάποιον, σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνδέομαι:'''<br /><b class="num">I</b> [[вместе просить]]: σ. τινι Plat. просить вместе с кем-л.; [[μετά]] τινος σ. τινος μὴ ποιεῖν [[ταῦτα]] Plat. вместе с кем-л. просить кого-л. не делать этого; σ. τί τινος Dem. вместе просить о чем-л. кого-л.<br /><b class="num">II</b> med.-pass. к [[συνδέω]].
|lstext='''συνδέομαι''': ἀποθετ., ἀπὸ κοινοῦ δέομαι, παρακαλῶ, ζητῶ, σ. τινι ἵνα... Πλάτ. Παρμ. 136D· σ. τινος μὴ ποιεῖν τι Πλάτ. Ἐπιστ. 318C· τί τινος Δημ. 962. 1· σ. [[περί]] τινος Πλουτ. Καῖσ. 66.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-δέομαι samen (met...) vragen of verzoeken; met dat., met μετά + gen. met iem.; met gen. (aan of van) iem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[join]] in [[begging]], τί τινος [[something]] of a [[person]], Dem.
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[join]] in [[begging]], τί τινος [[something]] of a [[person]], Dem.
}}
}}

Revision as of 22:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδέομαι Medium diacritics: συνδέομαι Low diacritics: συνδέομαι Capitals: ΣΥΝΔΕΟΜΑΙ
Transliteration A: syndéomai Transliteration B: syndeomai Transliteration C: syndeomai Beta Code: sunde/omai

English (LSJ)

join in entreating, c. dat., Plu.Caes.66; σ. τινὶ ἵνα . . Pl.Prm.136e; σ. τινὸς μὴ ποιεῖν τι beg of him also . ., Id.Ep.318c; τί τινος something of a person, D.36.57.

German (Pape)

[Seite 1006] (s. δέομαι), mit od. zugleich bedürfen, bitten; τινί, mit Einem, Plat. Parm. 136 e; μετὰ Θεοδότου συνεδεήθην σοῦ μὴ ποιεῖν ταῦτα, Ep. III, 318 c; Sp., wie Plut. Demetr. 51.

French (Bailly abrégé)

demander ou prier en même temps ou avec : σ. περί τινος se joindre à qqn pour faire une demande au sujet de qch.
Étymologie: σύν, δέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-δέομαι samen (met...) vragen of verzoeken; met dat., met μετά + gen. met iem.; met gen. (aan of van) iem.

Russian (Dvoretsky)

συνδέομαι:
I вместе просить: σ. τινι Plat. просить вместе с кем-л.; μετά τινος σ. τινος μὴ ποιεῖν ταῦτα Plat. вместе с кем-л. просить кого-л. не делать этого; σ. τί τινος Dem. вместе просить о чем-л. кого-л.
II med.-pass. к συνδέω.

Greek Monolingual

Α
(αποθ.) παρακαλώ, ικετεύω κάποιον για κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + δέομαι «προσεύχομαι, ικετεύω»].

Greek Monotonic

συνδέομαι: αποθ., παρακαλώ, επαιτώ από κοινού, τινος, κάτι από κάποιον, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

συνδέομαι: ἀποθετ., ἀπὸ κοινοῦ δέομαι, παρακαλῶ, ζητῶ, σ. τινι ἵνα... Πλάτ. Παρμ. 136D· σ. τινος μὴ ποιεῖν τι Πλάτ. Ἐπιστ. 318C· τί τινος Δημ. 962. 1· σ. περί τινος Πλουτ. Καῖσ. 66.

Middle Liddell


Dep. to join in begging, τί τινος something of a person, Dem.