τρικάρηνος: Difference between revisions

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ος, ον :<br />à trois têtes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[κάρηνον]].
|btext=ος, ον :<br />à trois têtes.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[κάρηνον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τρῐκάρηνος''': [ᾱ], -ον, ποιητ. ἀντὶ [[τρικέφαλος]], ὁ ἔχων [[τρεῖς]] κεφαλάς, Γηρυονεὺς Ἡσ. Θ. 287 Πτώϊον Πινδ. Ἀποσπ. 70, κλπ.· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ., τρ. [[ὄφις]] 9. 81.
|elnltext=τρικάρηνος -ον [τρι -, κάρηνον] driehoofdig, met drie koppen.
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐκάρηνος:''' дор. τρικάρᾱνος 2 трехглавый (Γηρουνεύς Hes.; [[ὄφις]] Her.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''τρῐκάρηνος:''' [ᾰ], -ον ([[κάρηνον]]), αυτός που έχει [[τρία]] κεφάλια, σε Ησίοδ., Ηρόδ.
|lsmtext='''τρῐκάρηνος:''' [ᾰ], -ον ([[κάρηνον]]), αυτός που έχει [[τρία]] κεφάλια, σε Ησίοδ., Ηρόδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τρῐκάρηνος:''' дор. τρικάρᾱνος 2 трехглавый (Γηρουνεύς Hes.; [[ὄφις]] Her.).
|lstext='''τρῐκάρηνος''': [ᾱ], -ον, ποιητ. ἀντὶ [[τρικέφαλος]], ὁ ἔχων [[τρεῖς]] κεφαλάς, Γηρυονεὺς Ἡσ. Θ. 287 Πτώϊον Πινδ. Ἀποσπ. 70, κλπ.· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ., τρ. [[ὄφις]] 9. 81.
}}
{{elnl
|elnltext=τρικάρηνος -ον [τρι -, κάρηνον] driehoofdig, met drie koppen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐκᾰ́ρηνος Medium diacritics: τρικάρηνος Low diacritics: τρικάρηνος Capitals: ΤΡΙΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: trikárēnos Transliteration B: trikarēnos Transliteration C: trikarinos Beta Code: trika/rhnos

English (LSJ)

[ᾰ], Dor. τρικάρανος, ον, poet. for τρικέφαλος, three-headed, Πτωΐου κευθμών Pi.Fr.101 (codd. Str., τρικαράνου Bgk.), cf. Coluth.14, etc.; τρικάρηνος ὄφις Hdt.9.81.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois têtes.
Étymologie: τρεῖς, κάρηνον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρικάρηνος -ον [τρι -, κάρηνον] driehoofdig, met drie koppen.

Russian (Dvoretsky)

τρῐκάρηνος: дор. τρικάρᾱνος 2 трехглавый (Γηρουνεύς Hes.; ὄφις Her.).

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τρικάρανος, -ον, Α
αυτός που έχει τρεις κεφαλές ή κορυφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. δı-κάρηνος].

Greek Monotonic

τρῐκάρηνος: [ᾰ], -ον (κάρηνον), αυτός που έχει τρία κεφάλια, σε Ησίοδ., Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκάρηνος: [ᾱ], -ον, ποιητ. ἀντὶ τρικέφαλος, ὁ ἔχων τρεῖς κεφαλάς, Γηρυονεὺς Ἡσ. Θ. 287 Πτώϊον Πινδ. Ἀποσπ. 70, κλπ.· ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ., τρ. ὄφις 9. 81.

Middle Liddell

τρῐ-κᾰ́ρηνος, ον, κάρηνον
three-headed, Hes., Hdt.

Translations

Czech: trojhlavý, tříhlavý; Danish: trehovedet; Dutch: driekoppig; Finnish: kolmipäinen; German: dreiköpfig; Hungarian: háromfejű; Icelandic: þríhöfða, þríhöfðaður; Latin: triceps; Polish: trójgłowy, trzygłowy; Russian: трёхголовый; Serbo-Croatian:; Cyrillic: тро̀глав; Roman: tròglav; Spanish: tricéfalo; Swedish: trehövdad