σύρραξις: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=εως (ἡ) :<br />choc, conflit.<br />'''Étymologie:''' [[συρρήγνυμι]].
|btext=εως (ἡ) :<br />choc, conflit.<br />'''Étymologie:''' [[συρρήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύρραξις''': , [[σύγκρουσις]], τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. π. Θαυμασ. 130. 2· ὅπλων Πλούτ. 2. 337Β, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Καίσ. 44.
|elnltext=σύρραξις -εως, ἡ [συρράσσω] het botsen (van soldaten).
}}
{{elru
|elrutext='''σύρραξις:''' εως ἡ [[столкновение]] (τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Arst.; ὅπλων Plut.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύρραξις:''' -εως, ἡ ([[συρράσσω]]), [[σύγκρουση]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''σύρραξις:''' -εως, ἡ ([[συρράσσω]]), [[σύγκρουση]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύρραξις:''' εως ἡ [[столкновение]] (τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Arst.; ὅπλων Plut.).
|lstext='''σύρραξις''': , [[σύγκρουσις]], τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. π. Θαυμασ. 130. 2· ὅπλων Πλούτ. 2. 337Β, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Καίσ. 44.
}}
{{elnl
|elnltext=σύρραξις -εως, ἡ [συρράσσω] het botsen (van soldaten).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σύρραξις]], εως, [[συρράσσω]]<br />a [[dashing]] [[together]], Plut.
|mdlsjtxt=[[σύρραξις]], εως, [[συρράσσω]]<br />a [[dashing]] [[together]], Plut.
}}
}}

Revision as of 22:36, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύρραξις Medium diacritics: σύρραξις Low diacritics: σύρραξις Capitals: ΣΥΡΡΑΞΙΣ
Transliteration A: sýrraxis Transliteration B: syrraxis Transliteration C: syrraksis Beta Code: su/rracis

English (LSJ)

εως, ἡ, dashing together, [τῶν κλυδώνων] πρὸς ἀλλήλους Arist.Mir.843a16; ὅπλων Plu.2.339b, cf. Id.Caes.44; cf. σύρρηξις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
choc, conflit.
Étymologie: συρρήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύρραξις -εως, ἡ [συρράσσω] het botsen (van soldaten).

Russian (Dvoretsky)

σύρραξις: εως ἡ столкновение (τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Arst.; ὅπλων Plut.).

Greek Monotonic

σύρραξις: -εως, ἡ (συρράσσω), σύγκρουση, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

σύρραξις: ἡ, σύγκρουσις, τῶν κλυδώνων πρὸς ἀλλήλους Ἀριστ. π. Θαυμασ. 130. 2· ὅπλων Πλούτ. 2. 337Β, πρβλ. τὸν αὐτ. ἐν Καίσ. 44.

Middle Liddell

σύρραξις, εως, συρράσσω
a dashing together, Plut.