συνεστραμμένως: Difference between revisions
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=<i>adv.</i><br />d'une manière serrée.<br />'''Étymologie:''' συνεστραμμένος, part. pf. Pass. de [[συστρέφω]]. | |btext=<i>adv.</i><br />d'une manière serrée.<br />'''Étymologie:''' συνεστραμμένος, part. pf. Pass. de [[συστρέφω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συνεστραμμένως, adv. van het ptc. perf. med. van συστρέφω, bondig. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεστραμμένως:''' [[сжато]] ([[εἰπεῖν]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''συνεστραμμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του [[συστρέφω]], ξεκάθαρα, [[χωρίς]] περιστροφές, με [[συντομία]], με γλαφυρό, πεποικιλμένο ύφος, σε Αριστ. | |lsmtext='''συνεστραμμένως:''' επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του [[συστρέφω]], ξεκάθαρα, [[χωρίς]] περιστροφές, με [[συντομία]], με γλαφυρό, πεποικιλμένο ύφος, σε Αριστ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''συνεστραμμένως''': Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ [[συστρέφω]], κατὰ τρόπον συνεστραμμένον, σ. εἰπεῖν, συντόμως, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />in a [[close]] [[packed]] [[manner]], [[tersely]], Arist. | |mdlsjtxt=<br />in a [[close]] [[packed]] [[manner]], [[tersely]], Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:41, 2 October 2022
English (LSJ)
Adv., (συστρέφω) as if twisted up, σ. εἰπεῖν speak tersely, Arist.Rh.1401a5 (v.l.).
French (Bailly abrégé)
adv.
d'une manière serrée.
Étymologie: συνεστραμμένος, part. pf. Pass. de συστρέφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεστραμμένως, adv. van het ptc. perf. med. van συστρέφω, bondig.
Russian (Dvoretsky)
συνεστραμμένως: сжато (εἰπεῖν Arst.).
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (για λόγο) με πολλές περιστροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συνεστραμμένος του συστρέφω.
Greek Monotonic
συνεστραμμένως: επίρρ. από μτχ. Παθ. παρακ. του συστρέφω, ξεκάθαρα, χωρίς περιστροφές, με συντομία, με γλαφυρό, πεποικιλμένο ύφος, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
συνεστραμμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ συστρέφω, κατὰ τρόπον συνεστραμμένον, σ. εἰπεῖν, συντόμως, Ἀριστ. Ρητ. 2. 24, 2.