ψυχάριον: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1403.png Seite 1403]] τό, dim. von [[ψυχή]], Plat. Theaet. 195 a Rep. VII, 519 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1403.png Seite 1403]] τό, dim. von [[ψυχή]], Plat. Theaet. 195 a Rep. VII, 519 a.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ψῡχάριον''': [], τό, ὑποκοριστ. τοῦ [[ψυχή]], Πλάτ. Πολ. 519Α, Θεαίτ. 195Α, συχν. παρὰ Μάρκ. Ἀντων. σ. 27, 24., 36, 51, κλπ. ΙΙ. παρὰ τοῖς Βυζ., [[ἀνδράποδον]], [[δοῦλος]], ἄψυχον [[κτῆμα]], περὶ φυγῶν ψυχαρίων καὶ ἀπολωλότων κτηνῶν Κ. Πορφ. Νεαρ. 5, τὰ μετὰ Θεοφάν. σ. 18C, κλπ.
|elnltext=ψυχάριον -ου, τό [ψυχή] zieltje.
}}
{{elru
|elrutext='''ψῡχάριον:''' () τό душонка Plat.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''ψῡχάριον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[ψυχή]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ψῡχάριον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[ψυχή]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ψῡχάριον:''' () τό душонка Plat.
|lstext='''ψῡχάριον''': [], τό, ὑποκοριστ. τοῦ [[ψυχή]], Πλάτ. Πολ. 519Α, Θεαίτ. 195Α, συχν. παρὰ Μάρκ. Ἀντων. σ. 27, 24., 36, 51, κλπ. ΙΙ. παρὰ τοῖς Βυζ., [[ἀνδράποδον]], [[δοῦλος]], ἄψυχον [[κτῆμα]], περὶ φυγῶν ψυχαρίων καὶ ἀπολωλότων κτηνῶν Κ. Πορφ. Νεαρ. 5, τὰ μετὰ Θεοφάν. σ. 18C, κλπ.
}}
{{elnl
|elnltext=ψυχάριον -ου, τό [ψυχή] zieltje.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ψῡχᾰ́ριον, ου, τό, [Dim. of [[ψυχή]], Plat.]
|mdlsjtxt=ψῡχᾰ́ριον, ου, τό, [Dim. of [[ψυχή]], Plat.]
}}
}}

Revision as of 22:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχάριον Medium diacritics: ψυχάριον Low diacritics: ψυχάριον Capitals: ΨΥΧΑΡΙΟΝ
Transliteration A: psychárion Transliteration B: psycharion Transliteration C: psycharion Beta Code: yuxa/rion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of ψυχή, little soul Pl.R.519a, Tht.195a, M.Ant.9.34, al., Jul.Or.7.206d, Herm. in Phdr.p.192A.; ψ. εἶ βαστάζον νεκρόν Epictet. ap. M.Ant.4.41.

German (Pape)

[Seite 1403] τό, dim. von ψυχή, Plat. Theaet. 195 a Rep. VII, 519 a.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψυχάριον -ου, τό [ψυχή] zieltje.

Russian (Dvoretsky)

ψῡχάριον: (ᾰ) τό душонка Plat.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. ψυχάρι.

Greek Monotonic

ψῡχάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του ψυχή, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχάριον: [ᾰ], τό, ὑποκοριστ. τοῦ ψυχή, Πλάτ. Πολ. 519Α, Θεαίτ. 195Α, συχν. παρὰ Μάρκ. Ἀντων. σ. 27, 24., 36, 51, κλπ. ΙΙ. παρὰ τοῖς Βυζ., ἀνδράποδον, δοῦλος, ἄψυχον κτῆμα, περὶ φυγῶν ψυχαρίων καὶ ἀπολωλότων κτηνῶν Κ. Πορφ. Νεαρ. 5, τὰ μετὰ Θεοφάν. σ. 18C, κλπ.

Middle Liddell

ψῡχᾰ́ριον, ου, τό, [Dim. of ψυχή, Plat.]