κυνοπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à figure de chien.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[πρόσωπον]].
|btext=ος, ον :<br />à figure de chien.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]], [[πρόσωπον]].
}}
{{elnl
|elnltext=κυνοπρόσωπος -ον [κύων, πρόσωπον] met een hondenkop.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνοπρόσωπος:''' [[с собачьей мордой]] Luc., Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κῠνοπρόσωπος:''' -ον ([[πρόσωπον]]), αυτός που έχει [[πρόσωπο]] σκύλου, σε Λουκ.
|lsmtext='''κῠνοπρόσωπος:''' -ον ([[πρόσωπον]]), αυτός που έχει [[πρόσωπο]] σκύλου, σε Λουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=κυνοπρόσωπος -ον [κύων, πρόσωπον] met een hondenkop.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠνοπρόσωπος:''' [[с собачьей мордой]] Luc., Sext.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῠνο-[[πρόσωπος]], ον [[πρόσωπον]]<br />dog-faced, Luc.
|mdlsjtxt=κῠνο-[[πρόσωπος]], ον [[πρόσωπον]]<br />dog-faced, Luc.
}}
}}

Revision as of 23:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνοπρόσωπος Medium diacritics: κυνοπρόσωπος Low diacritics: κυνοπρόσωπος Capitals: ΚΥΝΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: kynoprósōpos Transliteration B: kynoprosōpos Transliteration C: kynoprosopos Beta Code: kunopro/swpos

English (LSJ)

ον, dog-faced, Luc.DMar.7.2, VH1.16, S.E.P.3.219; of men, like κυνοκέφαλος, Ael.NA10.25.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à figure de chien.
Étymologie: κύων, πρόσωπον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνοπρόσωπος -ον [κύων, πρόσωπον] met een hondenkop.

Russian (Dvoretsky)

κῠνοπρόσωπος: с собачьей мордой Luc., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον κυνός, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 7. 2, π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 16· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, ὡς τὸ κυνοκέφαλος, Αἰλ. π. Ζ. 10. 25.

Spanish

de rostro de perro

Greek Monolingual

κυνοπρόσωπος, -ον (Α)
1. αυτός που μοιάζει με σκύλο, σκυλομούρης
2. κυνοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + πρόσωπον.

Greek Monotonic

κῠνοπρόσωπος: -ον (πρόσωπον), αυτός που έχει πρόσωπο σκύλου, σε Λουκ.

Middle Liddell

κῠνο-πρόσωπος, ον πρόσωπον
dog-faced, Luc.