πελαγῖτις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ίτιδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui navigue en pleine mer.<br />'''Étymologie:''' [[πέλαγος]].
|btext=ίτιδος<br /><i>adj. f.</i><br />qui navigue en pleine mer.<br />'''Étymologie:''' [[πέλαγος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πελαγῖτις -ιδος [πέλαγος] adj. f., zee-:. νᾶες πελαγίτιδες zeeschepen AP 12.53.1.
}}
{{elru
|elrutext='''πελᾰγῖτις:''' ῐδος adj. f плывущая в открытом море (νᾶες Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πελᾰγῖτις:''' -ιδος, θηλ. επίθ., αυτή που προέρχεται ή βρίσκεται πάνω στη [[θάλασσα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πελᾰγῖτις:''' -ιδος, θηλ. επίθ., αυτή που προέρχεται ή βρίσκεται πάνω στη [[θάλασσα]], σε Ανθ.
}}
{{elnl
|elnltext=πελαγῖτις -ιδος [πέλαγος] adj. f., zee-:. νᾶες πελαγίτιδες zeeschepen AP 12.53.1.
}}
{{elru
|elrutext='''πελᾰγῖτις:''' ῐδος adj. f плывущая в открытом море (νᾶες Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πελᾰγῖτις, ιδος,<br />fem. adj. of or on the sea, Anth.
|mdlsjtxt=πελᾰγῖτις, ιδος,<br />fem. adj. of or on the sea, Anth.
}}
}}

Revision as of 23:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελᾰγῖτις Medium diacritics: πελαγῖτις Low diacritics: πελαγίτις Capitals: ΠΕΛΑΓΙΤΙΣ
Transliteration A: pelagîtis Transliteration B: pelagitis Transliteration C: pelagitis Beta Code: pelagi=tis

English (LSJ)

ιδος, fem. Adj. of or on the sea, νᾶες AP12.53 (Mel.).

French (Bailly abrégé)

ίτιδος
adj. f.
qui navigue en pleine mer.
Étymologie: πέλαγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελαγῖτις -ιδος [πέλαγος] adj. f., zee-:. νᾶες πελαγίτιδες zeeschepen AP 12.53.1.

Russian (Dvoretsky)

πελᾰγῖτις: ῐδος adj. f плывущая в открытом море (νᾶες Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πελαγῖτις: -ιδος, θηλ. ἐπίθ., ἡ διατρέχουσα τὰ πελάγη εὔφορτοι νῆες πελαγίτιδες (-είτιδες Κῶδ.) Ἀνθ. Π. 12. 53· - τὸ ἀρσεν. παρὰ Κ. Μανασσ. ἐν Χρον. 4478: «τὸν πελαγίτην θύννον».

Greek Monotonic

πελᾰγῖτις: -ιδος, θηλ. επίθ., αυτή που προέρχεται ή βρίσκεται πάνω στη θάλασσα, σε Ανθ.

Middle Liddell

πελᾰγῖτις, ιδος,
fem. adj. of or on the sea, Anth.