σκευοποίημα: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />costume d'un acteur tragique.<br />'''Étymologie:''' [[σκευοποιός]]. | |btext=ατος (τό) :<br />costume d'un acteur tragique.<br />'''Étymologie:''' [[σκευοποιός]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σκευοποίημα -ατος, τό [σκευοποιέω] product, spec. toneelkleding of requisieten. Plut. Crass. 33.4. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σκευοποίημα:''' ατος τό театральный наряд, актерский костюм Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σκευοποίημα:''' τό, στον πληθ., [[ενδυμασία]] του ηθοποιού της τραγωδίας, θεατρικό [[κοστούμι]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''σκευοποίημα:''' τό, στον πληθ., [[ενδυμασία]] του ηθοποιού της τραγωδίας, θεατρικό [[κοστούμι]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σκευοποίημα]], ατος, τό,<br />in pl. the [[dress]] of a [[tragic]] [[actor]], Plut. | |mdlsjtxt=[[σκευοποίημα]], ατος, τό,<br />in pl. the [[dress]] of a [[tragic]] [[actor]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, in plural, A mask and dress of a tragic actor, Id.Crass.33. II trick, Hyp.Fr. 93.
German (Pape)
[Seite 894] τό, Verfälschung, Erdichtung, listiger Streich, Hyperid. bei Poll. 10, 15; Geräth, Plut. Crass. 33.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
costume d'un acteur tragique.
Étymologie: σκευοποιός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκευοποίημα -ατος, τό [σκευοποιέω] product, spec. toneelkleding of requisieten. Plut. Crass. 33.4.
Russian (Dvoretsky)
σκευοποίημα: ατος τό театральный наряд, актерский костюм Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σκευοποίημα: τό, ἐν τῷ πληθ., τὸ προσωπεῖον καὶ τὰ ἐνδύματα τραγικοῦ ὑποκριτοῦ, Πλουτ. Κράσσ. 33. II. παιγνίδιον, τέχνασμα, δόλος, πανουργία, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 15.
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, Α σκευοποιῶ
1. τέχνασμα, δόλος, πανουργία
2. (κυρίως στον πληθ.) τὰ σκευοποιήματα
το προσωπείο και τα ενδύματα του ηθοποιού τραγωδίας («τὰ μὲν τοῦ Πενθέως σκευοποιήματα παρέδωσε τινι τῶν χορευτῶν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
σκευοποίημα: τό, στον πληθ., ενδυμασία του ηθοποιού της τραγωδίας, θεατρικό κοστούμι, σε Πλούτ.
Middle Liddell
σκευοποίημα, ατος, τό,
in pl. the dress of a tragic actor, Plut.