αὐτεπάγγελτος: Difference between revisions

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui s'offre de lui-même, spontané, volontaire.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], ἐπαγγέλομαι.
|btext=ος, ον :<br />qui s'offre de lui-même, spontané, volontaire.<br />'''Étymologie:''' [[αὐτός]], ἐπαγγέλομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτεπάγγελτος:''' [[сам вызвавшийся]], [[добровольный]] ([[προδότης]] Plut.): αὐ. ποιεῖν τι Her., Eur., Thuc., Isocr., Dem. сделать что-л. добровольно (по своему почину).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''αὐτεπάγγελτος:''' -ον ([[ἐπαγγέλλω]]), αυτός που προσφέρει εθελούσια στον εαυτό του, αυτός που κάνει [[κάτι]] με ελεύθερη [[βούληση]], σε Ηρόδ., Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
|lsmtext='''αὐτεπάγγελτος:''' -ον ([[ἐπαγγέλλω]]), αυτός που προσφέρει εθελούσια στον εαυτό του, αυτός που κάνει [[κάτι]] με ελεύθερη [[βούληση]], σε Ηρόδ., Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''αὐτεπάγγελτος:''' [[сам вызвавшийся]], [[добровольный]] ([[προδότης]] Plut.): αὐ. ποιεῖν τι Her., Eur., Thuc., Isocr., Dem. сделать что-л. добровольно (по своему почину).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτεπάγγελτος Medium diacritics: αὐτεπάγγελτος Low diacritics: αυτεπάγγελτος Capitals: ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΟΣ
Transliteration A: autepángeltos Transliteration B: autepangeltos Transliteration C: aftepaggeltos Beta Code: au)tepa/ggeltos

English (LSJ)

ον,
A offering of oneself, of one's free will, αὐ. ἠθέλησε συμβαλέσθαι χρήματα Hdt.7.29; αὐ. ὑποστῆναι E.HF706; παρεῖναι, χωρεῖν, Th. 1.33, 4.120; βοηθεῖν Isoc.1.25; ἐθελονταί D.18.68. Adv. αὐτεπαγγέλτως Ph. 2.173.
II self invited, dub. in Luc.JTr.37.

Spanish (DGE)

-ον
1 que obra por sí mismo o por voluntad propia como pred. ref. al suj. gener. de pers. αὐ. ... ἐμοὶ ἠθέλησε συμβαλέσθαι χρήματα Hdt.7.29, παῖδας ... ἐφ' οἷς ὑπέστητ' αὐτεπάγγελτοι θανεῖν E.HF 706, οἵτινες ... αὐ. ἐχώρησαν πρὸς τὴν ἐλευθερίαν Th.4.120, ἐὰν ... αὐ. αὐτοῖς (τοῖς φίλοις) ἐν τοῖς καιροῖς βοηθῇς Isoc.1.25, de los atenienses ὥστε τῆς ἐλευθερίας αὐτεπαγγέλτους ἐθελοντὰς παραχωρῆσαι Φιλίππῳ D.18.68, ἐς τὸ δικαστήριον αὐ. ἦλθε D.C.54.3.2, πολλοὶ δὲ τῶν βαρβάρων καὶ αὐτεπάγγελτοι συνεμάχησαν Polyaen.7.15.1, τὴν ἀπόδοσιν τῆς θυγατρὸς αὐ. ἐπινεύων Hld.5.12.2
que ofrece voluntariamente sus servicios ὁ δὲ ἀδόλεσχος ἄμισθός ἐστι προδότης καὶ αὐ. Plu.2.510b
tb. de abstr. espontáneo αὕτη (δύναμις) πάρεστιν αὐ. ese (poder) nos viene a la mano espontáneamente Th.1.33, (ἡ ἐκ θεοῦ βοήθεια) αὐ. ἤδη παρέσται Ph.2.173.
2 adv. αὐτεπαγγέλτως = por propia iniciativa, voluntariamente τἀναντία ... αὐ. ἐξειργασμένοι Agath.4.5.9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui s'offre de lui-même, spontané, volontaire.
Étymologie: αὐτός, ἐπαγγέλομαι.

Russian (Dvoretsky)

αὐτεπάγγελτος: сам вызвавшийся, добровольный (προδότης Plut.): αὐ. ποιεῖν τι Her., Eur., Thuc., Isocr., Dem. сделать что-л. добровольно (по своему почину).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτεπάγγελτος: -ον, ὁ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, αὐθορμήτως ποιῶν τι χωρὶς νὰ παρακινηθῇ ὑπό τινος, Λατ. sponte, αὐτεπάγγελτο... ἠθέλησε συμβαλέσθαι χρήματα Ἡρόδ. 7. 29· αὐτ. ὑποστῆναι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 706· παρεῖναι, χωρεῖν Θουκ. 1. 33., 4. 120· βοηθεῖν Ἰσοκρ. 7C · παραχωρῆσαι Δημ. 247. 25. Ἐπίρρ. -τως Φίλων 2. 173.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM αὐτεπάγγελτος, -ον)
αυτός που κάνει κάτι από μόνος του ή από δική του προαίρεση
νεοελλ.
φρ. «αυτεπάγγελτη δίωξη» — η ποινική δίωξη που κινείται εξ επαγγέλματος από τον εισαγγελέα όταν μάθει ότι έγινε κάποια αξιόποινη πράξη
αρχ.
απρόσκλητος, αυτός που προσκαλεί μόνος του τον εαυτό του.

Greek Monotonic

αὐτεπάγγελτος: -ον (ἐπαγγέλλω), αυτός που προσφέρει εθελούσια στον εαυτό του, αυτός που κάνει κάτι με ελεύθερη βούληση, σε Ηρόδ., Ευρ., Θουκ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἐπαγγέλλω
offering of oneself, of free will, Hdt., Eur., Thuc., etc.

English (Woodhouse)

voluntarily, voluntary, of one's own accord, of one's own free will

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)