δορυδρέπανον: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />hallebarde (arme défensive en cas de siège <i>ou</i> de bataille navale).<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[δρέπανον]]. | |btext=ου (τό) :<br />hallebarde (arme défensive en cas de siège <i>ou</i> de bataille navale).<br />'''Étymologie:''' [[δόρυ]], [[δρέπανον]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δορυδρέπᾰνον:''' τό [[копье с серповидным наконечником]] Plat., Polyb. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δορυδρέπᾰνον:''' τό, είδος [[δόρατος]] με δρεπανοειδή [[αιχμή]], [[λογχοδρέπανο]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''δορυδρέπᾰνον:''' τό, είδος [[δόρατος]] με δρεπανοειδή [[αιχμή]], [[λογχοδρέπανο]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=δορυ-δρέπᾰνον, ου, τό, <i>n</i><br />a [[kind]] of halbert, Plat. | |mdlsjtxt=δορυ-δρέπᾰνον, ου, τό, <i>n</i><br />a [[kind]] of halbert, Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 3 October 2022
English (LSJ)
τό, a kind of halbert, Pl.La.183d; esp. a large kind used for cutting off halyards in sea-fights, Str.4.4.1; in sieges, for pulling down battlements, Plb.21.27.4.
Spanish (DGE)
(δορυδρέπᾰνον) -ου, τό
milit., especie de alabarda o hacha de abordaje usada en el combate naval προσβαλούσης ... τῆς νεὼς ... πρὸς ὁλκάδα τινά, ἐμάχετο ἔχων δ. Pl.La.183d, cf. 184a, κατέσπων οἱ Ῥωμαῖοι τὰ ἱστία δορυδρεπάνοις Str.4.4.1, cf. Poll.1.120, D.C.39.43.4, Agath.5.22.4
•tb. para derribar las almenas de las murallas τῶν δορυδρεπάνων ἀποσυρόντων τὰς ἐπάλξεις Plb.21.27.4
•en sent. humorístico AP 11.89 (Lucill.).
German (Pape)
[Seite 659] τό, Lanzensichel, d. i. eine Lanze mit sichelförmiger Spitze; Plat. Lach. 183 d; Ep. ad. 100 (XI, 89). Auch »Enterhaken« bei den Schiffen; Strab. 4, 4, 1; vgl. Caes. B. G. 3, 14; Pol. 22, 10 Poll. 1, 120.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
hallebarde (arme défensive en cas de siège ou de bataille navale).
Étymologie: δόρυ, δρέπανον.
Russian (Dvoretsky)
δορυδρέπᾰνον: τό копье с серповидным наконечником Plat., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
δορυδρέπᾰνον: τό, λογχοδρέπανον, δόρυ ἔχον δρεπανοειδῆ αἰχμήν, Πλάτ. Λάχ. 183D· ἰδίως μέγα τοιοῦτον ὅπλον, ἐν χρήσει κατὰ τὰς ναυμαχίας, ὅπως συγκρατῇ πλησίον τὸν ἐχθρόν, Στράβ. 195, πρβλ. Καίσαρα Γαλλ. Πολ. 3. 14· καὶ ἐν πολιορκίαις, Πολύβ. 22. 10, 4.
Greek Monolingual
δορυδρέπανον, το (Α)
1. δόρυ με δρεπανοειδή αιχμή, λογχοδρέπανο σε χρήση κυρίως σε ναυμαχίες για να πλήττει και να συγκρατεί κατόπιν τον εχθρό
2. πολιορκητική μηχανή για διόρυξη τείχους ή κατακρήμνιση τών εχθρών απ' αυτό.
Greek Monotonic
δορυδρέπᾰνον: τό, είδος δόρατος με δρεπανοειδή αιχμή, λογχοδρέπανο, σε Πλάτ.
Middle Liddell
δορυ-δρέπᾰνον, ου, τό, n
a kind of halbert, Plat.