θεατροπώλης: Difference between revisions
From LSJ
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1190.png Seite 1190]] ὁ, Theaterpächter, Ar. bei Poll. 7, 199. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1190.png Seite 1190]] ὁ, Theaterpächter, Ar. bei Poll. 7, 199. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεᾱτροπώλης:''' ου ὁ сдающий помещение под театр Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεατροπώλης]], -ου, ό (Α)<br />αυτός που πουλά θέσεις στο [[θέατρο]], αυτός που αναλαμβάνει τη [[συντήρηση]] του θεάτρου πουλώντας τα εισιτήρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέατρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πωλώ]]), [[πρβλ]]. [[αλλαντοπώλης]], [[παντοπώλης]]. | |mltxt=[[θεατροπώλης]], -ου, ό (Α)<br />αυτός που πουλά θέσεις στο [[θέατρο]], αυτός που αναλαμβάνει τη [[συντήρηση]] του θεάτρου πουλώντας τα εισιτήρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέατρον]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πωλώ]]), [[πρβλ]]. [[αλλαντοπώλης]], [[παντοπώλης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:29, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, one who sells seats in a theatre, Ar.Fr.562.
German (Pape)
[Seite 1190] ὁ, Theaterpächter, Ar. bei Poll. 7, 199.
Russian (Dvoretsky)
θεᾱτροπώλης: ου ὁ сдающий помещение под театр Arph.
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν θέσεις ἐν τῷ θεάτρῳ, ὁ θέαν ἀπομισθῶν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 475, Πολυδ. Ζ΄, 199, πρβλ. θεατρώνης.
Greek Monolingual
θεατροπώλης, -ου, ό (Α)
αυτός που πουλά θέσεις στο θέατρο, αυτός που αναλαμβάνει τη συντήρηση του θεάτρου πουλώντας τα εισιτήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + -πώλης (< πωλώ), πρβλ. αλλαντοπώλης, παντοπώλης.