λοιδορησμός: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=loidorhsmo/s
|Beta Code=loidorhsmo/s
|Definition=ὁ, = [[λοιδορία]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>758</span>.
|Definition=ὁ, = [[λοιδορία]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>758</span>.
}}
{{elru
|elrutext='''λοιδορησμός:''' ὁ Arph. = [[λοιδορία]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λοιδορησμός:''' -οῦ, ὁ, = [[λοιδορία]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''λοιδορησμός:''' -οῦ, ὁ, = [[λοιδορία]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''λοιδορησμός:''' ὁ Arph. = [[λοιδορία]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λοιδορησμός]], οῦ, = [[λοιδορία]], Ar.]
|mdlsjtxt=[[λοιδορησμός]], οῦ, = [[λοιδορία]], Ar.]
}}
}}

Revision as of 13:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιδορησμός Medium diacritics: λοιδορησμός Low diacritics: λοιδορησμός Capitals: ΛΟΙΔΟΡΗΣΜΟΣ
Transliteration A: loidorēsmós Transliteration B: loidorēsmos Transliteration C: loidorismos Beta Code: loidorhsmo/s

English (LSJ)

ὁ, = λοιδορία, Ar.Ra.758.

Russian (Dvoretsky)

λοιδορησμός: ὁ Arph. = λοιδορία.

Greek (Liddell-Scott)

λοιδορησμός: -οῦ, ὁ, = λοιδορία, ἐκ διαβολᾶς λοιδορησμός, λοιδορησμοῦ δ’ ἔκ μάχα Ἐπίχ. 122 Ahr., πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 758.

Greek Monolingual

λοιδορησμός, ὁ (Α)
λοιδορία («ἐκ διαβολᾱς λοιδορησμός», Επίχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί του ορθού λοιδορισμός < λοιδορῶ, κατά τα παρ. τών ρ. σε -ίζω (βλ. και λοιδοριστής)].

Greek Monotonic

λοιδορησμός: -οῦ, ὁ, = λοιδορία, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

λοιδορησμός, οῦ, = λοιδορία, Ar.]