μέθεξις: Difference between revisions

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />participation.<br />'''Étymologie:''' [[μετέχω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />participation.<br />'''Étymologie:''' [[μετέχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μέθεξις:''' εως ἡ участие, (со)причастность (οὐσίας, χρόνου Plat.): αἱ μεθέξεις τῶν ἀρχῶν Arst. занятие государственных должностей.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μέθεξις:''' ἡ ([[μετέχω]]), [[συμμετοχή]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''μέθεξις:''' ἡ ([[μετέχω]]), [[συμμετοχή]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''μέθεξις:''' εως ἡ участие, (со)причастность (οὐσίας, χρόνου Plat.): αἱ μεθέξεις τῶν ἀρχῶν Arst. занятие государственных должностей.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μέθεξις]], ιος, ἡ, [[μετέχω]]<br />[[participation]], Plat.
|mdlsjtxt=[[μέθεξις]], ιος, ἡ, [[μετέχω]]<br />[[participation]], Plat.
}}
}}

Revision as of 14:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέθεξις Medium diacritics: μέθεξις Low diacritics: μέθεξις Capitals: ΜΕΘΕΞΙΣ
Transliteration A: méthexis Transliteration B: methexis Transliteration C: metheksis Beta Code: me/qecis

English (LSJ)

εως, ἡ, (μετέχω) A participation, οὐσίας μετὰ χρόνου participation of being in time, Pl.Prm.151e; χρόνου in time, ib.141d; αἱ μ. τῶν ἀρχῶν Arist.Pol.1278a23. II in Platonic philosophy, participation in the ideas, ἡ μ. τοῖς ἄλλοις… τῶν εἰδῶν Pl.Prm.132d, cf. Arist.Metaph.987b10; ταὐτοῦ in the same, Pl.Sph.256b. III in Logic, κατὰ μέθεξιν as being contained or comprehended, as genus or difference in species, Arist.Top.132b35.

German (Pape)

[Seite 111] ἡ, das Theilnehmen, die Theilnahme, Plat. Parm. 132 d Soph. 256 a u. Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
participation.
Étymologie: μετέχω.

Russian (Dvoretsky)

μέθεξις: εως ἡ участие, (со)причастность (οὐσίας, χρόνου Plat.): αἱ μεθέξεις τῶν ἀρχῶν Arst. занятие государственных должностей.

Greek (Liddell-Scott)

μέθεξις: ἡ, (μετέχω) μετοχή, τὸ μετέχειν, ταὐτοῦ, ἐκ τοῦ αὐτοῦ, Πλάτ. Σοφιστ. 256Α· μ. οὐσίας ὁ αὐτ. ἐν Παρμ. 151D· χρόνου αὐτόθι 141D· καὶ ἴδε μεθεκτικός· αἱ μ. τῶν ἀρχῶν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 5, 6. ΙΙ. ἐν τῇ Πλατωνικῇ φιλοσοφίᾳ, συμμέθεξις, κοινωνία, ἡ μέθ. τοῖς ἄλλοις... τῶν εἰδῶν Πλάτ. Παρμ. 132D, πρβλ. Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 6, 3, καὶ ἴδε μεθεκτός, μεθεκτικός, μετέχω ΙΙ. ΙΙΙ. ἐν τῇ Λογικῇ, κατὰ μέθεξιν ὑπάρχειν, δηλ. ὡς γένος ἢ ὡς διαφορὰ ὑπάρχειν, Ἀριστ. Τοπ. 5. 4, 7 κἑξ.

Greek Monotonic

μέθεξις: ἡ (μετέχω), συμμετοχή, σε Πλάτ.

Middle Liddell

μέθεξις, ιος, ἡ, μετέχω
participation, Plat.