μαντεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> réponse d'un oracle, oracle;<br /><b>2</b> résidence d'un oracle.<br />'''Étymologie:''' [[μαντεύω]].
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> réponse d'un oracle, oracle;<br /><b>2</b> résidence d'un oracle.<br />'''Étymologie:''' [[μαντεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μαντεῖον:''' ион. [[μαντήϊον]] τό<br /><b class="num">1)</b> [[прорицание]] (Τειρεσίαο Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[прорицалище]] ([[Διός]] Aesch.; [[Πυθικόν]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μαντεῖον:''' Ιων. και Επικ. -ήϊον, τό, [[μαντείο]], [[χρησμός]], δηλ.<br /><b class="num">I.</b> προφητική [[απάντηση]], [[χρησμοδοσία]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[τόπος]] όπου βρίσκεται το [[μαντείο]], η [[έδρα]] του μαντείου, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
|lsmtext='''μαντεῖον:''' Ιων. και Επικ. -ήϊον, τό, [[μαντείο]], [[χρησμός]], δηλ.<br /><b class="num">I.</b> προφητική [[απάντηση]], [[χρησμοδοσία]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> [[τόπος]] όπου βρίσκεται το [[μαντείο]], η [[έδρα]] του μαντείου, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''μαντεῖον:''' ион. [[μαντήϊον]] τό<br /><b class="num">1)</b> [[прорицание]] (Τειρεσίαο Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[прорицалище]] ([[Διός]] Aesch.; [[Πυθικόν]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:24, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαντεῖον Medium diacritics: μαντεῖον Low diacritics: μαντείον Capitals: ΜΑΝΤΕΙΟΝ
Transliteration A: manteîon Transliteration B: manteion Transliteration C: manteion Beta Code: mantei=on

English (LSJ)

Ion. and Ep. μαντήϊον, τό,
A oracle, i.e.,
I oracular response, mostly in plural, μαντήϊα Τειρεσίαο Od.12.272, cf. Hes. Fr.134.9, Hdt.2.174, Pl.Ap.33c: sg., Hdt.2.111, 9.33, Phld.Mus. p.87 K.
II seat of an oracle, Heraclit.93, A.Eu.4, Hdt.1.46, Th. 2.17, Isoc.6.17; τὸ Πυθικὸν μαντεῖον S.El.33: in plural of a single shrine, A. Pr.831, E.Ion66.
III method, process of divination, PMag.Lond. 46.1.
IV in plural, μαντεῖα = rewards of divination, LXX Nu.22.7.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 réponse d'un oracle, oracle;
2 résidence d'un oracle.
Étymologie: μαντεύω.

Russian (Dvoretsky)

μαντεῖον: ион. μαντήϊον τό
1) прорицание (Τειρεσίαο Hom.);
2) прорицалище (Διός Aesch.; Πυθικόν Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

μαντεῖον: Ἰων. καὶ Ἐπικ. -ήιον, τό· Ι. μαντικὴ ἀπόκρισις, μάντευμα, χρησμός, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., μαντήια Τειρεσίαο Ὀδ. Μ. 272· οὕτω Ἡρόδ. 2. 111., 9. 33, καὶ Ἀττ. ΙΙ. ὁ τόπος ἔνθα δίδονται οἱ χρησμοί, τὸ μαντεῖον, Ἡρόδ. 1. 46, 48, κτλ.· οὕτως Αἰσχύλ. Εὐμ. 4, Θουκ. 2. 17· τὸ Πυθικὸν μ. Σοφ. Ἠλ. 33· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ ἑνὸς μόνου ἱεροῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 831, Εὐρ. Ἴων 66.

Spanish

fórmula de petición de un oráculo

Greek Monotonic

μαντεῖον: Ιων. και Επικ. -ήϊον, τό, μαντείο, χρησμός, δηλ.
I. προφητική απάντηση, χρησμοδοσία, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.
II. τόπος όπου βρίσκεται το μαντείο, η έδρα του μαντείου, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.

Middle Liddell

μαντεῖον, Ionic ανδ επιξ -ήιον, ου, τό,
an oracle, i. e.,
I. an oracular response, Od., Hdt., attic
II. the seat of an oracle, Hdt., Aesch., etc.

English (Woodhouse)

oracle, oracular answer, oracular reply, oracular response, oracular shrine, seat of an oracle, seat of the oracle

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)